Saturday, October 11, 2008

Πολιτικοποιημένοι ιππότες και μάγοι


Κριτική Σπύρος Παγιατάκης

Μαθήματα βίας, μόνο την αλήθεια μέρος ΙΙ, σκην:. Βασίλης Μαυρογεωργίου, Θέατρο: Νέου Κόσμου

Ιππότα Φηρ… Κοιμάσαι; σκην:. Γιάννης Μαργαρίτης, Θέατρο: Ανοιξης

Τα πρόσωπα της ιστορίας - λέει- αναζητούν το καθένα μια διέξοδο από τη ζωή του. Στα «Μαθήματα Βίας - Μόνο την αλήθεια, μέρος ΙΙ» - των Κώστα Γάκη, Κατερίνας Μαυρογεώργη, Μαρίας Φιλίνη και Βασίλη Μαυρογεωργίου, ο οποίος έχει συνδέσει το όνομά του με τη θρυλική για την ανέλπιστη επιτυχία της, «Κατσαρίδα» κι επομένως είναι και το «πρώτο όνομα» της παρέας - υπάρχει κι ένας μάγος. Ο μεγαλύτερος, λέει, που έζησε ποτέ.

Συνέχεια ενός προηγούμενου «Μόνο την Αλήθεια Ι» επίσης στο Θέατρο του Νέου Κόσμου, το έργο που έχει δουλευτεί σ’ ένα μίξερ όπου έχουν μπει μέσα αζύγιστα υλικά από παραμύθια, επιθεώρηση, μιούζικαλ, αυτοσχεδιασμός, πολιτικοί σχολιασμοί, αμπελο- και σοβαρο-φιλοσοφίες συγγενεύει εντυπωσιακά με μία ροκ Οπερα που παίζεται στο «Θέατρο της Ανοιξης» στην άλλη άκρη της πόλης - το «Ιππότα Φηρ Κοιμάσαι;» του Γιάννη Μαργαρίτη.

Κι εδώ πρωταγωνιστεί μια μάγισσα της «σκοτεινής μεριάς του φεγγαριού», η Αναγκρομ, κι εδώ υπάρχουν ιππότες που ψάχνουν για το νόημα της ζωής στα τέσσερα σημεία της υδρογείου. Με ελάχιστες δεκαετίες ηλικιακής διαφοράς ανάμεσα στον Γ. Μαργαρίτη και στον Β. Μαυρογεωργίου οι γενεαλογικές διαστάσεις σε νοοτροπίες και τεχνοτροπίες τόσο στο γράψιμο όσο και στο στήσιμο της παράστασης είναι ολοφάνερες.

Χαβαλές

Στα «Μαθήματα Βίας» κυριαρχεί πάνω απ’ όλα η παρέα. Δεν χρειάζεται, άλλωστε, πολύ ψάξιμο για να φθάσει κανείς σ’ αυτό το συμπέρασμα. Αρκεί να ανατρέξει σε μια συνέντευξη του Β. Μαυρογεωργίου όπου η φιλοσοφία του νεολαίου θεατράνθρωπου είναι έκδηλη. «Η ηδονή που σου δίνει η παρέα είναι η ουσία του θεάτρου. Λες, αυτό είναι που θέλω να κάνω στη ζωή μου. Να είμαι πάντα με όποιους ανθρώπους νιώθω όμορφα και να μοιραζόμαστε τη χαρά της δημιουργίας, που πετάγεται ο καθένας, λέει τη βλακεία του, τσακωνόμαστε, βαριόμαστε, ξανασυμφωνούμε κ.λπ. Ενα τόσο ωραίο παιχνίδι».

Ο πλέον ταιριαστός χαρακτηρισμός στην περίπτωση θα ήταν: χαβαλές. Μια λέξη η οποία δεν εμπεριέχει μόνο αρνητική χροιά, αλλά εκφράζει και μια ζέστη, μια οικειότητα. Ετσι ήταν και σ’ αυτήν την –πρώτη– παράσταση που είδα, όπου ένα νεανικό κοινό φίλων και ομοϊδεατών πλημμύριζε την μικρή –την υπόγεια– σκηνή του Θεάτρου του Νέου Κόσμου με τις πρόσχαρες αύρες των «δικών μας». Ποια ήταν τα αρνητικά σημεία μιας παράστασης η οποία προσομοίαζε αρκετά σε εκδήλωση της τελευταίας τάξης μοδάτου λυκείου σ’ εκδρομή; Η έλλειψη ελέγχου στις χρονικές αναλογίες. Στο timing που λέμε. Ειδικά προς το τέλος, όπου κυριολεκτικά αλωνίζει ο ίδιος ο Μαυρογεωργίου –ο συν-συγγραφέας, σκηνοθέτης και ερμηνευτής– ο αναμφισβήτητα πολύ-ταλαντούχος δημιουργός χάνει το μέτρο τόσο στις υποκριτικές του φλυαρίες όσο και στην αίσθηση του χρόνου. Ο πολυμορφικός Κώστας Γάκης είναι ήδη ένας πρώτης τάξεως ηθοποιός μιας νέας γενιάς, η οποία γνωρίζει πώς να απομακρύνεται από τον εκάστοτε ρόλο σχολιάζοντας και κριτικάροντάς τον. Για μένα ο καλύτερος εδώ.

Περισσότερο κοντά στις παλιές –σίγουρα καλές– συνταγές της επιθεώρησης τόσο οι Μαρία Φιλίνη και η Κατερίνα Μαυρογεώργη. Σίγουρα τα «Μαθήματα Βίας» δεν είναι σαν την υπερτιμημένη «Κατσαρίδα» η οποία είχε το προνόμιο στον καιρό της να αιφνιδιάσει το κοινό της. Οι υποψιασμένοι πλέον θεατές έχουν ανεβάσει τον πήχυ και σίγουρα δεν θα αρκεστούν σε ένα κάπως ξαναζεσταμένο φαγητό. Αυτό πάντως που θα επισημάνω εδώ είναι τόσο η μουσική, όσο και η υπόλοιπη δημιουργική δουλειά του Κώστα Γάκη.

Εγκεφαλική

Τώρα στην συγγενική παράσταση του «Ιππότα Φηρ... Κοιμάσαι;» αυτό που της λείπει είναι ακριβώς ο χαβαλές που λέγαμε. Παρ’ όλο που το υπερ-δουλεμένο στην εγκεφαλικότητα του κείμενο του Γιάννη Μαργαρίτη κάνει μεγάλες προσπάθειες να είναι κοντά στο κλασικό παραμύθι, να ψυχαγωγεί και να κλείνει το μάτι στον θεατή, τελικά παραμένει κατ’ εξοχήν υπερβολικά περίσκεπτο. Γιατί κι αυτοί ακόμα οι οποίοι θα κατανοήσουν πολλά από τα «αστεία» της παράστασης θα είναι όσοι έχουν φοιτήσει σε περισπούδαστες δραματικές σχολές. Πώς να το κάνουμε, όταν μιλάς –ακόμα και σκωπτικά– για «ψυχοσωματικοενεργειακές ασκήσεις», για σωματικό και εγκεφαλικό θέατρο, κι όταν κάνεις ρίμες για ιππότες «ναΐτες» συνταιριάζοντας τους με «αλήτες» μοιραία περιορίζεις το κοινό σου στους πολύ επαΐοντες.

Στα πολύ θετικά στοιχεία της παράστασης, πάντως, είναι η ολοζώντανη μουσική του Γιώργου Φακανά που πρωταγωνιστεί στην παράσταση με τέσσερις μουσικούς. Και κομμάτια όπως το εμβατηριακό «Στο δρόμο για το Αβαλο» με λίγη υποστήριξη θα μπορούσαν να γίνουν ακόμα και πλατιές επιτυχίες. Επίσης ήταν εντυπωσιακός ο επαγγελματισμός των ηθοποιών στο τραγούδι. Κι αυτό επειδή σε τέτοιες περιπτώσεις, όπου το τραγούδι κυριαρχεί απόλυτα, δεν αρκούν μόνο οι καλές φωνές – χρειάζονται και οι σωστά εκπαιδευμένες φωνές. Εδώ κυριάρχησε η Χρυσάνθη Δούζη στο ρόλο της μάγισσας Αναγκρομ. Με παρόμοια φωνή θα μπορούσε εκτός από τραγουδίστρια να κάνει και σημαντική καριέρα στο αρχαίο δράμα. Δεν χρειάζεται να διαβάσει κανείς τα εντυπωσιακά βιογραφικά των Γιάννη Βογιατζή, Γιώργου Χατζόγλου, Σοφοκλή Κωστούκα και Βασίλη Παπαγεωργίου για να κατανοήσει πώς τα καταφέρνουν με τόσο απαιτητικούς και μεγάλους τραγουδιστικούς ρόλους. Το σκηνικό και τα κοστούμια του Δημήτρη Κακριδά κραυγάζουν ότι εδώ έχει επιλεγεί η πλέον οικονομική λύση.

Συμπερασματικά και οι δύο παραστάσεις έχουν το ενδιαφέρον τους. Μπορεί να είναι αμφότερες κάπως φλύαρες και αναμφισβήτητα εγκεφαλικές –η μεν πρώτη σχεδόν αποκλειστικά για ψαγμένο νεανικό κοινό, η δεύτερη και για τις παλιοσειρές– όμως είναι από τις πρώτες αξιοσημείωτες παραστάσεις αυτού του θεατρικού χειμώνα ο οποίος δεν προμηνύεται εύκολος.

Κωμωδία σοβαρή μέχρι… καχυποψίας!

Κωμωδία σοβαρή μέχρι… καχυποψίας!

Ενα διαφορετικό δείπνο, κωμικό με αρκετές αιχμηρές νότες, θα σερβίρεται από σήμερα στο σαλόνι-υπερπαραγωγή της Ιοκάστης Παπαδάμου στο θέατρο Δημήτρης Χορν. Πρόκειται για το νέο έργο του Ακη Δήμου «Απόψε τρώμε στης Ιοκάστης», που πέρυσι ενθουσίασε το κοινό της Θεσσαλονίκης όπου και πρωτοπαρουσιάστηκε σε σκηνοθεσία Σταμάτη Φασουλή και τη Σοφία Φιλιππίδου στον κεντρικό ρόλο της Ιοκάστης Παπαδάμου.

«Μπορεί να πρόκειται για κωμωδία, αλλά οι ηθοποιοί παίζουν πολύ σοβαρά. Μέχρι… καχυποψίας», μας προειδοποιεί ο Σταμάτης Φασουλής. «Γιατί ένα ολοκληρωμένο έργο δεν έχει μόνο τα φανερά αστεία αλλά και τα κρυφά, όπου και συνήθως κρύβονται διαμάντια». Ο σκηνοθέτης τόνισε πως «χωρίς ελληνικό έργο δεν υπάρχει ελληνικό θέατρο».

Ο συγγραφέας Ακης Δήμου, που πρώτη φορά δοκιμάζεται στην κωμωδία και είχε αφήσει το έργο σε ένα φάκελο στο ταμείο του θεάτρου, δήλωσε πως «η “Ιοκάστη” είναι το ομαδικό πορτρέτο της μαζικής υστερίας γύρω μας. Ηθελα να φλερτάρω με την εξωστρεφή μου πλευρά, την ποπ εκδοχή του εαυτού μου. Το «Απόψε τρώμε στης Ιοκάστης» είναι ένα έργο για ένα νεκρό σύζυγο που ζωντανεύει, μια ζωντανή που όλοι τη νομίζουν πεθαμένη, έναν από μηχανής αλλοδαπό «μπάτλερ», έναν εραστή με πολιτικές φιλοδοξίες, μια ανικανοποίητη μαγείρισσα κι έναν αμαρτωλό πιανίστα με αδυναμία στα παιδιά από το εξωτερικό. Είναι, επίσης, ένα έργο για ένα δείπνο όπου κανείς δεν τρώει, γιατί κανείς δεν μπορεί να καταλάβει ποιος είναι και πού βρίσκεται. Σας ακούγεται οικείο; Bon apetit!

Θέατρο «Δημήτρης Χορν» (Αμερικής 10, τηλ. 210 3612500).

ΜΠΛΑΤΣΟΥ ΙΩΑΝΝΑ, Ελεύθερος Τύπος, Παρασκευή, 10.10.08

Ή γίνεσαι Ρέτσος ή δοκιμάζεις τα πάντα

Ο Ακης Σακελλαρίου, από τους πιο ταλαντούχους αλλά και αναγνωρίσιμους, χάρη στην τηλεόραση, ηθοποιούς της γενιάς του, συνεργάζεται για πρώτη φορά με το Εθνικό. Παίζει τον Πετρούκιο στο «Ημέρωμα της στρίγκλας» του Σέξπιρ. Ως εκ τούτου, εκτός από το θέατρο έχει λόγο και για την πάλη των φύλων

Συνέντευξη στην ΙΩΑΝΝΑ ΚΛΕΦΤΟΓΙΑΝΝΗ

Κόκκινο θα χτυπά ο δείκτης ενέργειας στη σκηνή του «Κοτοπούλη - Ρεξ» (Εθνικό Θέατρο) από τις 31 του μηνός, όσο ο Ακης Σακελλαρίου ως Πετρούκιος θα ημερώνει τη στρίγκλα-Καρυοφυλλιά Καραμπέτη στο αγέραστο «Ημέρωμα της στρίγκλας» του Σέξπιρ. Τι παράξενο. Η σχέση του ηθοποιού με τον Βρετανό βάρδο ξεκινά και σχεδόν εξαντλείται με τα ...άπαντά του μέσα σε μια ξέφρενη ...ώρα.
  • Σαν «Ενα σύγχρονο Διόνυσο» ερμηνεύει ο Ακης Σακελλαρίου τον Πετρούκιο. Επίσης, βγάζει μια παιδικότητα ενθαρρύνοντας το ταίρι του (Κέιτ η Καρυοφυλλιά Καραμπέτη) να εξοικειωθεί με τον ενστικτώδη χαρακτήρα της
  • Η σχέση σας με τον Σέξπιρ; Εχετε παίξει πρόσφατα στο «Ολος ο Σέξπιρ σε μια ώρα».
«Η σχέση μου ξεκίνησε πολύ περίεργα. Ηταν μια ανατροπή όλης της σοβαροφάνειας που μπορεί να έχει ο Σέξπιρ. Κάναμε, όμως, και με τον Θωμά Μοσχόπουλο πριν από τρία χρόνια το "Με το ίδιο μέτρο". Θεωρώ πολύ περίπλοκο συγγραφέα τον Σέξπιρ. Αν δεν έχει μια αναφορά στο σήμερα, με την ευρεία έννοια, δεν έχει, πιστεύω, νόημα να ανεβεί».
  • Τώρα στο Εθνικό, με τον Κωνσταντίνο Αρβανιτάκη, πώς αποκτά νόημα το ανέβασμα της «Στρίγκλας»;
«Το έργο, επειδή είναι πολύ ακραίο, έχει μια εισαγωγική σκηνή με έναν μεθυσμένο. Παρουσιάζει σε έναν άρχοντα, που έρχεται, ένα έργο. Εμείς αυτό το αλλάζουμε: τον εμφανίζουμε σαν να είναι ένας τύπος που ετοιμάζεται να πάει να παντρευτεί. Δεν ξέρω αν εσείς οι γυναίκες αισθάνεστε την ίδια ένταση με τους άνδρες πριν από το γάμο. Κι ενώ στην αρχή αυτή η διασκευή νόμιζα ότι δεν θα έχει απήχηση, σε όσους τη λέω μού επιβεβαιώνουν ότι στα σημερινά δεδομένα υπάρχει μεγάλη αμηχανία στο θέμα "γάμος"».
  • Δηλαδή;
«Παλαιότερα ήξερες ότι τα πράγματα είναι ξεκάθαρα... Σήμερα έγιναν όλα πιο ρευστά και τα φύλα... συγκοινωνούντα. Υπάρχει ως εκ τούτου ένας προβληματισμός μεγαλύτερος».
  • Με τη συγκεκριμένη διασκευή, στην αρχική σκηνή, επικαιροποιείται το έργο;
«Οχι. Ετσι κι αλλιώς το έργο έχει μεγάλη σχέση με το σήμερα. Ο Πετρούκιος, δηλαδή, πηγαίνει στην εκκλησία ντυμένος ατσούμπαλα, φτύνει τον παπά, λέει "Ναι, γαμώ το στανιό μου, τη δέχομαι για γυναίκα". Βρίζει, και στο τραπέζι του γάμου λέει "φεύγουμε εμείς". Σπάει όλες τις συμβατικότητες και τις νόρμες».
  • Περισσότερο από παλαιότερα;
«Ναι. Οι γονείς μας παντρεύονταν με έναν πολύ συγκεκριμένο τρόπο, και υπήρχε μια καθαρή ιεραρχία -εγώ φέρνω το φαγητό στο σπίτι, εσύ ασχολείσαι με το σπίτι. Με τα χρόνια έχει αναβαθμιστεί το φύλο σας. Κι αισθάνεστε κι εσείς οι γυναίκες καμιά φορά ένα μπέρδεμα».
  • Το έργο του Σέξπιρ, όμως, αφορά πρωτίστως την πάλη των δύο φύλων. Ο ένας πρέπει οπωσδήποτε να επιβληθεί στον άλλο.
«Ναι. Υπάρχει η γοητευτική πλευρά του "μποξ". Αλλά υπάρχει και η τραυματική. Υπάρχει όμως και μια παιδικότητα που βγάζει ο Πετρούκιος. Λέει της Κέιτ: "Να εξοικειωθείς με το χαρακτήρα σου, δεν είσαι όπως σε παρομοιάζουν οι άλλοι, στρίγκλα, αλλά ένα πλάσμα χειραφετημένο. Πολύ σύγχρονη. Δέξου απλά μια πιο ενστικτώδικη κατάσταση". Εγώ εισχωρώ στην ψυχολογία του ήρωα, αλλά δεν ταυτίζομαι. Ενσαρκώνω έναν Πετρούκιο της αντισυμβατικότητας. Είναι ένας άνθρωπος που τινάζει στον αέρα όλο το φαίνεσθαι. Κάτι που εγώ στην προσωπική μου ζωή δεν το κάνω. Ο Αρβανιτάκης τον Πετρούκιο πιο πολύ τον έχει δει σαν έναν σύγχρονο Διόνυσο».
  • Δεν είναι υπερβολικό;
«Οχι. Ο Πετρούκιος είναι Διόνυσος με την έννοια του αλέγκρο, δεν περπατά κανονικά, είναι μισό μέτρο πάνω από το έδαφος. Διόνυσος, με την έννοια του ότι είναι ένας άνθρωπος που έχει έναν χορό ανθρώπων δίπλα του, ο οποίος τον καταλαβαίνει και τον ακολουθεί».
  • Είναι η πρώτη σας συνεργασία με το Εθνικό. Αργησε.
«Κι άλλη φορά πήγε να γίνει κάτι. Δεν έγινε...»
  • Στο μεσοδιάστημα, απ' το ξεκίνημά σας με την Πατεράκη και τον Τερζόπουλο, μάλλον σας απορρόφησε μια πιο εμπορική εκδοχή του θεάτρου, πέρα από την τηλεόραση. Γιατί; Τι ανάγκες σας καλύπτετε με εμπορικές επιλογές;
«Εκτός από τις οικονομικές απολαβές, και στις πιο εμπορικές καταστάσεις, ας μην είμαστε κοντόφθαλμοι, υπήρχαν πολύ ωραία έργα και ρόλοι -ακόμα και στην τηλεόραση. Δεν κρύβομαι πίσω απ' το δάχτυλό μου. Θέλω να με αναγνωρίζουν. Γιατί αυτό σημαίνει ότι θα έχω ευκολία στο να μου ανοίξουν κάποιες πόρτες στις δημόσιες υπηρεσίες αλλά και σε δουλειές. Δεν με χαλάει το: "Αν τον πάρουμε τον Σακελλαρίου, που είναι πιο εμπορικός, θα μας τα φέρει". Νομίζω πως η γενιά μου μπόρεσε να ξεφύγει από τις διακρίσεις της εποχής του Κουν».
  • Εννοείτε τον διαχωρισμό του εμπορικού και του καλλιτεχνικού θεάτρου;
«Ναι. Αρχισαν τα πράγματα να έχουν μία άνεση».
  • Την απενοχοποίηση τού «μπορώ να τα κάνω όλα»;
«Δεν είναι καλό αυτό; Ομως, ποτέ δεν τα κάνεις όλα! Εγώ έχω κάνει τα πάντα μόνο στην τηλεόραση. Ακόμα και μπαλαφάρα! Μπορεί να είναι άκρως διασκεδαστική».
  • Δεν μετανιώνετε, δηλαδή, για κάτι.
«Είμαι της άποψης ότι ή ακολουθείς μια πορεία όπως ο Ρέτσος ή δοκιμάζεις τα πάντα. Αυτό που κάνουν σήμερα οι πιο πολλοί ηθοποιοί. Είναι και θέμα εποχής».
  • Παρ' όλα αυτά, δεν σας φθείρει το πολύ το «Κύριε ελέησον», η τηλεόραση, η μπαλαφάρα;
«Δεν το έχω αισθανθεί. Ημουν 9 χρόνια με τον Τερζόπουλο, άλλα 5 χρόνια στο "Αμόρε" και μετά στο Θέατρο Τέχνης. Είχα ένα background που μου επέτρεψε να δω τα πράγματα από διαφορετική οπτική. Φυσικά, κανείς δεν μπορεί να κρίνει ανά πάσα στιγμή τελείως αντικειμενικά τον εαυτό του!»
  • Σας ικανοποιεί ο τρόπος που κύλησε ο χρόνος, τα είκοσι πέντε χρόνια που είστε ηθοποιός;
«Ναι. Λάθη, βέβαια, πάντα υπάρχουν. Μπορεί να μπήκα με τις πιο αγνές προθέσεις και να βγήκα έχοντας περάσει τραυματική εμπειρία. Το προτιμώ όμως αυτό, απ' το να ψειρίζω τα πράγματα τόσο που τελικά να απέχω». *


Ούτε φαλλοκρατική ούτε αντιφεμινιστική θα είναι η «Στρίγκλα» του Εθνικού Θεάτρου. Αυτό τουλάχιστον υποστηρίζει ο σκηνοθέτης της, Κωνσταντίνος Αρβανιτάκης, που, μάλιστα, επιμένει ότι «θα επικρατήσει μια φεμινιστική προσέγγιση».

«Διαβάζοντας το έργο είδαμε ότι η Κατερίνα δεν έχει τίποτα το στρίγκλικο στη συμπεριφορά της. Είναι μια γυναίκα δυναμική, πανέξυπνη, εγκλωβισμένη στον φαύλο κύκλο μιας φαλλοκρατικής κοινωνίας με άνδρες κατώτερούς της, οι οποίοι απειλούνται από αυτήν και τη φοβούνται», εξηγεί ο σκηνοθέτης. «Αυτή η γυναίκα έχει το αντίκρισμά της στη σημερινή κοινωνία», προσθέτει. «Εχω γνωρίσει πολλές γυναίκες δυναμικές και έξυπνες, οι οποίες, επειδή αρνούνται να παίξουν το παιχνίδι της υποταγής και τη γατούλα, έχουν πρόβλημα με τους άνδρες».
  • Διασκευάζετε το κείμενο για να υποστηρίξετε τη... φεμινιστική εκδοχή σας;
«Εχουμε κόψει κάποια σημεία, έχουμε αλλάξει τη σειρά κάποιων άλλων και τις συνθήκες της εισαγωγής. Επιπλέον, ο καταληκτικός μονόλογος της Κατερίνας δεν θα είναι ο μονόλογος μιας υποτακτικής. Αντιθέτως. Πάντως, εγώ δεν παίρνω το μέρος κανενός. Απλώς, το περίφημο ημέρωμα της στρίγκλας δεν είναι μια καταδυνάστευση. Είναι μια απελεύθερωση».
  • Δεν θα ενοχληθούν, επομένως, οι φενίμιστριες.
«Κάθε άλλο. Αλλωστε κι εγώ στην αρχή το φοβόμουν το συγκεκριμένο έργο. Φοβόμουν ότι είναι αντιφεμινιστικό και ρατσιστικό».
  • Τον Πετρούκιο πώς τον είδατε;
«Είναι ο μόνος αντάξιος της Κατερίνας. Και, κυρίως, δεν την υποβάλλει σε κάτι στο οποίο δεν έχει υποβληθεί και ο ίδιος».

  • Γι' αυτό και δηλώνει ερωτευμένος με το σινεμά. Πρόσφατα έκανε και τρεις ταινίες
Ο Ακης Σακελλαρίου αγαπάει το σινεμά. Κι ο κινηματογράφος τού το ανταποδίδει. Τελευταία συμμετείχε σε τρεις ταινίες: έκανε ένα μικρό κωμικό γκεστ στο «Γκίνες» του Αλέξη Καρδαρά. Στο «Σκλάβοι στα δεσμά τους», ταινία εποχής του Τώνη Λυκουρέση, που βασίζεται στο μυθιστόρημα του Κωνσταντίνου Θεοτόκη, υποδύεται έναν πολιτικό που στις αρχές του 20ού αιώνα «αγοράζει» την κόρη ενός αριστοκράτη για να διευκολύνει την πολιτική του καριέρα. Τέλος, στο «Ολα θα πάνε καλά» του Γιάννη Ξανθόπουλου, είναι ένα «τσακάλι» που οργανώνει την απαγωγή ενός μεγαλοδικηγόρου. Κι αντί γι' αυτόν απάγει τη γριά μαμά του υποψήφιου θύματος.
  • Είναι κι ένα παιχνίδι, η εναλλαγή των ρόλων;
«Ναι. Αυτό μου αρέσει. Η ψευδαίσθηση ότι μπορείς να ζεις κάποια πράγματα και να μπαίνεις στα σώματα άλλων. Πάντα κλέβω χρόνο για το σινεμά. Είναι μεγάλος έρωτας».
  • Μεταξύ σινεμά και θεάτρου, ποιο προτιμάτε;
«Το σινεμά. Η εμπειρία είναι πιο μικρή σε χρονικό εύρος και δεν προλαβαίνεις να βαρεθείς. Ενα σίριαλ, που πρέπει να κρατήσει 6-7 μήνες, είναι πιο δύσκολο -σιγά σιγά αφήνεσαι στις ευκολίες σου».
  • Επομένως, σας κουράζει η καθημερινή επανάληψη του θεάτρου.
«Με τρελαίνει, όχι απλώς με κουράζει! Δεν είμαι από αυτούς που λένε "α, το θέατρο, ένας χώρος ζεστός και οικείος!"».
  • Αν δεν ήσασταν ηθοποιός, τι άλλο θα μπορούσατε να κάνετε;
«Ταξιτζής, γιατί μ' αρέσει να είμαι στον δρόμο και να συναντώ κόσμο με τις μικρές ιστορίες του».
  • Πώς σας φαίνεται η κατάσταση που επικρατεί στην Ελλάδα; Πώς αισθάνεστε στη χώρα σας;
«Σφιγμένα πολύ. Μάλιστα, αναρωτιόμουν πώς δεν έχουμε δει ακόμα άστεγους! Σε κάποια χρόνια θα δούμε το φαινόμενο των αστέγων-πτυχιούχων πανεπιστημίου. Ή θα δούμε πάλι το φαινόμενο των καταλήψεων. Ετσι κι αλλιώς κράτος στην Ελλάδα ποτέ δεν υπήρξε. Ποτέ δεν τέθηκαν δομές. Μεγαλώνουμε βλέποντας τη μαμά και τον μπαμπά μας να παραβιάζουν το κόκκινο και να παρκάρουν σε πεζοδρόμιο!»
  • Εσείς δεν παραβιάζετε το κόκκινο;
«Πολλές φορές. Αλλά η δική μου η γενιά έχει μεγαλύτερη συνείδηση. Το κύτταρό μας θέλει δουλειά ακόμα. Να γίνουν πολλοί αυτοί που εναντιώνονται στη μίζα και στην παρανομία».
  • Λέτε «θέλει δουλειά το κύτταρό μας», αλλά ούτε κι εσείς εξεγείρεστε.
«Βλέπετε κανέναν να εξεγείρεται; Λέω όμως "όχι, δεν παρκάρω εδώ απ' όπου περνάει ανάπηρος!". Χρειάζονται τέτοιες μικρές επαναστάσεις. Κι εγώ κάνω μερικές. Πηγαίνω καμιά φορά στη φύση. Παίζω σε κάποια έργα που θεωρώ ότι μπορούν να ανοίξουν νέους ορίζοντες. Τι άλλο θα μπορούσα να κάνω;».

**Το «Ημέρωμα της Στρίγκλας» ανεβαίνει σε μετάφραση - σκηνοθεσία Κωνσταντίνου Αρβανιτάκη. Μαζί με την Καρυοφυλλιά Καραμπέτη και τον Ακη Σακελλαρίου, παίζουν οι Αλέξανδρος Μυλωνάς, Ιερώνυμος Καλετσάνος, Γιάννης Νταλιάνης, Εμιλυ Κολιανδρή, Σωκράτης Πατσίκας, Δημήτρης Μοθωναίος κ.ά.

ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ, 2 - 11/10/2008

Αλύπητο ξεγύμνωμα των χορτάτων της Γης


Της ΣΩΤΗΡΙΑΣ ΜΑΤΖΙΡΗ

Οι γούνες ανταλλάσσονται με λευκές ρόμπες. Η λύτρωση είναι όλη μπροστά μας. Σκηνή από την «Ελλειψη Χώρου» του Μάρταλερ
Σε αναζήτηση της θεατρικής ευτυχίας, ο επαγγελματίας επισκέπτης ενός Φεστιβάλ πηγαίνει στις παραστάσεις κάθε φορά με την προσδοκία ότι αυτή ίσως είναι η βραδιά. Οποία απογοήτευση όταν δυο εκ των τριών επιφανέστερων συμμετοχών στη Βιέννη φέτος απείχαν παρασάγγας από μια τέτοια νίκη. Οι αριστοκρατικά πληκτικές «Δούλες» του Λουκ Μποντί, καλλιτεχνικού διευθυντή των ετήσιων βιεννέζικων εκδηλώσεων, και το θλιβερά μάταιο χάπενινγκ του Ροντρίγκο Γκαρσία «Κάποτε στη ζωή πρέπει να σταματήσεις να γελοιοποιείσαι». Ευτυχώς, η τρίτη γκλαμ παρουσία του Φεστιβάλ μάς αποζημίωσε. Η «Ελλειψη Χώρου», τελευταία παραγωγή του Ελβετού σκηνοθέτη-συνθέτη Κρίστοφ Μάρταλερ, είναι μία ακόμη ποιητικά μελαγχολική, καυστικά αστεία και εκρηκτική ανάλυση της δυτικής πραγματικότητας, από τον δημοφιλέστερο θαυματοποιό της γερμανικής σκηνής των τελευταίων χρόνων.

Στριμωγμένοι σε ένα εναέριο τρενάκι στον ανήφορο προς ένα ορεινό «SPA» πολυτελείας, ειδικευμένο σε θέματα γήρατος και θανάτου, οχτώ λουσάτοι κύριοι και κυρίες τιτιβίζουν χαρούμενα για τις υψηλές προσδοκίες τους από τις θεραπείες και τα προγράμματα του περίφημου «Δρος Κτίστοφ Μ.». Υποψίες ότι το γήρας μπορεί να παλεύεται, όμως ο θάνατος εξακολουθεί να είναι απαζάρευτος, δεν έχουν ακόμη σκιάσει τις απονήρευτες ψυχές τους.

Στην πύλη της σουρεαλιστικής κλινικής για «δυτικούς ανθρώπους», υποδέχεται τους νεοαφιχθέντες ένα είδος βλοσυρού «Αρχάγγελου Γαβριήλ». «Ποτέ μη λησμονούμε πως θα μας δικάσει Αυτός που μας έπλασε». Η φράση αντηχεί αρκετές φορές ανάμεσα σε συνεδρίες για λιποαναρρόφηση, πλαστικές επεμβάσεις, εμφυτεύσεις μαλλιών, «μπαλονάκια», βηματοδότες, μεταμόσχευση οργάνων. Γούνες, περούκες, περουκίνια, κοσμήματα ανταλλάσσονται με λευκές ρόμπες και οι ασθενείς αραδιάζονται για ανάπαυση στις λευκές ξαπλώστρες του αντισηπτικού σκηνικού.

Κάπου κάπου αποτολμούν κανένα μικρό χορευτικό, αλλά τον περισσότερο χρόνο τραγουδούν με μαγευτική δεξιοτεχνία, ντυμένη σε ύφος «άτσαλο», Σούμπερτ και Μάλερ, σε απίθανους παλαιότροπους συνδυασμούς, πένθιμους ή χαρωπούς, σόλο ή εν χορώ, και καντάτες του Μπαχ σε παραλλαγή λοξών «χιτς». Στα ενδιάμεσα, η παρέα απαγγέλλει αποσπάσματα Πόε και Αρτό περί αυτοχειρίας, σχολιάζει προσφορές διαμερισμάτων στο Εκείθεν και φέρετρα από Ανατολική Ευρώπη.

Συνεχείς παράλληλες δραστηριότητες (ο θυρωρός μεταφέρει έναν κουβά, ένας ασθενής εξομολογείται, δυο νοσοκόμοι τραγουδούν στα keyboards Σινάτρα - «You can win if you want», είτε «παγώνουν» ξαφνικά σε απόλυτη σιγή ή διακόπτονται από θορύβους «χειρουργείου» - τσιρίδες, τρυπάνια, πριόνια, λιποαναρροφητικές αντλίες.

Ενα πανούργο κολάζ λόγου και μουσικής, με το χαρακτηριστικό φλεγματικό τέμπο-Μάρταλερ και τη διορατική κοινωνική ματιά του σκηνοθέτη και του μεγαλειώδους θιάσου του, που με την ίδια μαεστρία υποδύονται, παίζουν μουσικά όργανα, τραγουδούν.

Το οικείο μικρό σύμπαν του Μάρταλερ. Από τον κοκαλιάρη Veli Jaggi μέχρι τον ολοστρόγγυλο Josef Ostendorf, δεκαπέντε χρόνια, όλοι σαν παλιοί γνωστοί. Αυτή τη φορά επελαύνουν ως αναγνωρίσιμα πρότυπα σύγχρονης ευμάρειας -επιτυχημένοι, υπερδραστήριοι, κυνικοί, δέσμιοι φόβων, μοναξιάς, εμμονών νεότητας. Πίσω από τα γκαγκς και το κλίμα ελαφρότητας χασμουριέται ο τρόμος.

Ενα αλύπητο ξεγύμνωμα των χορτάτων αυτής της Γης. Κοινωνική κριτική χωρίς διδακτισμό, στο ιδιάζον ύφος των παραστάσεων του Μάρταλερ. Εύθυμα - ειρωνικά και μαζί απέραντα μελαγχολικά διερευνάται το σύστημα αξιών της σύγχρονης ευμάρειας.

Ταξίδι χωρίς επιστροφή για τους προνομιούχους του απανταχού καπιταλισμού, που στην αναζήτηση παράτασης της ημερομηνίας λήξης του εύπορου σαρκίου τους καταλήγουν ενθουσιώδεις αυτόχειρες, ευγνώμονες δωρητές οργάνων σε μια καλοστημένη, κερδοφόρα επιχείρηση «θανάτου». «Η μεγαλύτερη ευτυχία για τον άνθρωπο είναι η αυτοθυσία!». «Χαρίστε τα όργανά σας! Χρειάζονται», φωνάζει στο μικρόφωνο ο φροντιστής - «βοηθός Χάρου». Αποδεχόμενοι μια δική τους πορεία προς τον Γολγοθά, οι πελάτες τραγουδούν εν χορώ και με αγαλλίαση αποσπάσματα από τα «Κατά Ματθαίον Πάθη»... *


2 - 11/10/2008

Ρεσιτάλ σ' ένα θέατρο αξιών


Του ΓΡΗΓΟΡΗ ΙΩΑΝΝΙΔΗ

Ο Θανάσης Παπαγεωργίου και ο Γιάννης Ροζάκης στις «Στάχτες», μια ψυχογραφία δύο ανδρών στο ημίφως μιας ξεθωριασμένης εποχής
Ενα ζεστό και ήπιο, σχεδόν χαλαρωτικό θέατρο περιμένει στη Στοά για δεύτερη χρονιά τους θεατές του, μετά την περσινή επιτυχία του. Η θερμότητά του οφείλεται, πιστεύω, σε εσωτερικές πηγές. Πρώτα, στην πηγή ανθρωπισμού που αναβλύζει στο μυθιστόρημα του Ούγγρου Σάντορ Μάραϊ «Τα κεριά καίγονται μέχρι το τέλος». Είναι ένα έργο που μιλάει για την ανθρώπινη αναμονή (αυτή την ίδια αναμονή που έγινε μετά τον πόλεμο σταθερή αναφορά της δυτικής λογοτεχνίας, με εμβληματικό βέβαια έργο το «Περιμένοντας τον Γκοντό») και με έναν πλάγιο τρόπο για την ανθρώπινη αντοχή σε αυτή την αναμονή. Υστερα, είναι η διασκευή του Μάραϊ από το έμπειρο χέρι του Κρίστοφερ Χάμπτον, που γνωρίζει καλά (οι «Επικίνδυνες σχέσεις» το αποδεικνύουν) να εγκιβωτίζει στον διάλογο την έκταση του πεζού λόγου. Καταφέρνει να μεταφέρει εδώ στην ψυχογραφία των δύο ανδρών το ημίφως μιας ξεθωριασμένης εποχής παλιών και ακριβών αξιών, μια σοπενική μελαγχολία. Τέλος, είναι η παρουσία των δύο ηθοποιών (τριών, μαζί με τη σύντομη αλλά καθοριστική εμφάνιση της Λήδας Πρωτοψάλτη) που παίζουν τους ρόλους των δύο φίλων με βαθιά ειλικρίνεια. Ο Θανάσης Παπαγεωργίου είναι ο αριστοκράτης πρώην στρατιωτικός Χένρικ, φρουρός της παλιάς σχολής ευγένειας και ξεθωριασμένου μεγαλείου, που περιμένει για 41 ολόκληρα χρόνια την επιστροφή του παλιού του φίλου. Και ο Γιάννης Ροζάκης είναι ο τυχοδιώκτης καλλιτέχνης Κόνραντ, τόσο πιστός στις αρχές της φιλίας και τόσο μοιραίος, ο πλάνης που επέλεξε κάποτε την αυτοεξορία και την απομόνωση.

Ολόκληρη η διασκευή του Χάμπτον είναι κτισμένη πάνω στη γερή σκαλωσιά του αγγλικού βουλεβάρτου. Διόλου μειωτική η παρατήρηση. Αυτή η σκαλωσιά αφήνει τους ηθοποιούς να πατήσουν γερά και να φωτίσουν ένα μισοειπωμένο μυστικό, ένα ήδη φανερωμένο αίνιγμα, μια σχεδόν γνωστή ιστορία. Και από εκεί και πέρα να προβάλουν το αληθινό περιεχόμενο του έργου: Τι αλήθεια περιμένει ο αριστοκράτης στρατιωτικός έπειτα από 41 χρόνια; Ο μονόλογός του στο τέλος μάς δείχνει ότι ξέρει σχεδόν τα πάντα. Και η σιωπή του φίλου του δείχνει επίσης πως δεν πρόκειται να μάθει ποτέ κάτι περισσότερο. Δεν πειράζει, όμως. Γιατί αυτό που περιμένει δεν είναι κάποια απάντηση από τον φίλο του, αλλά τον ίδιο τον φίλο του. Με ένα μαγικό τρόπο η εξαφάνιση και η ενοχή του τελευταίου όχι μόνο δεν έχουν ακυρώσει τα παλιά αισθήματα, αλλά αντιθέτως τα έχουν δυναμώσει, με τη συνείδηση της αληθινής υπέρβασης. Αυτός είναι άλλωστε ο λόγος που επιστρέφει ο Κόνραντ και αυτός ο λόγος που μετά την τελική του έξοδο ο Χένρικ νιώθει -είναι καθαρό πως νιώθει- βαθιά πληρότητα και ηρεμία. Οι φίλοι βρέθηκαν ξανά και η φιλία τους ήταν κάτι που δεν μπορούσε να μετρηθεί με τις αιτίες και τα μέτρα μιας οποιασδήποτε ανθρώπινης σχέσης.

Σπάνια επίδειξη ήθους, ευγένειας και αξιοπρέπειας, παρεξηγήσιμης πλέον στο σύγχρονο θέατρο σαν δείγμα ενός ντεμοντέ αστισμού. Θαυμάσια η συνεργασία των ηθοποιών στο ζυγό της δραματουργικής ισορροπίας: ο ένας μιλάει και ο άλλος ακούει, ο ένας θυμάται και ο άλλος νοσταλγεί, ο ένας βρίσκει και ο άλλος χάνει. Μοιάζει φλύαρο, υπερ-αναλυτικό και προβλέψιμο. Πρόκειται όμως για ένα από κοινού ρεσιτάλ σε ένα βαρύτιμο θέατρο αξιών.

Το σκηνικό εσωτερικού χώρου της Λέας Κούση μεταβάλλει πράγματι τους θεατές σε αυτόπτες μάρτυρες της ιστορίας. *

ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ / 2 - 11/10/2008

Τρίτη χρονιά στη σκηνή «Ερωτευμένη Νεκρή»

Ηλιας Μαγκλινης, Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, Σάββατο, 11 Oκτωβρίου 2008

Η παράσταση «Η Ερωτευμένη Νεκρή» του Θεόφιλου Γκοτιέ, που σημείωσε μεγάλη επιτυχία τα δύο προηγούμενα χρόνια, επαναλαμβάνεται για τρίτη χρονιά στην σκηνή «Είσοδος Κινδύνου» στο Αμφι-Θέατρο Σπύρου Ευαγγελάτου.

Η Κατερίνα Ευαγγελάτου, που υπογράφει τη σκηνοθεσία και τη δραματοποίηση της κλασικής νουβέλας του μεγάλου Γάλλου συγγραφέα, μας δίνει μια ακόμα εμπνευσμένη, ατμοσφαιρική παράσταση (θυμόμαστε και τη σκληρή, δυνατή «Πλαστελίνη»), η οποία υποστηρίζεται από τα εξαιρετικά σκηνικά και κοστούμια του Κωνσταντίνου Ζαμάνη, αλλά και από την έξοχη μουσική του Σταύρου Γασπαράτου. Μια ιστορία βαμπιρικού έρωτα, με έντονα ψυχαναλυτικά στοιχεία (λανθάνουσα νεκροφιλία και ακόμα, η αρχέγονη ανδρική φοβία ότι ο παράφορος έρωτας για μια γυναίκα δεν είναι παρά μια αλόγιστη σπατάλη δυνάμεων, μια αυτοκαταστροφή που θα σε βγάλει έξω από τους στόχους σου, ενώ και το ίδιο το «σκοτεινό αντικείμενο του πόθου» μπορεί ακόμα και να «σου ρουφήξει το αίμα») μετατρέπεται σε μια άκρως υποβλητική παράσταση από την Κ. Ευαγγελάτου και τους άλλους συντελεστές. Μπορεί στην αρχή το ρομαντικό ύφος του κειμένου να ξενίζει κάπως αλλά, σύντομα, από ένα σημείο κι έπειτα, η παράσταση σε συνεπαίρνει. Εξαιρετικής έμπνευσης το χνούδι που φυσάει η «βαμπίρα» για να υποδηλώσει την εσωτερική της επικοινωνία με τον άνδρα που σαγηνεύει ή το σεντόνι που αποτραβιέται σηματοδοτώντας την αρχή του εφιάλτη του, μικρά αλλά δραστικά σκηνοθετικά ευρήματα. Μοναδική η Στεφανία Γουλιώτη, συνδυάζει τον αισθησιασμό και τη νοσηρότητα του ρόλου της, ενώ και ο Νικόλας Παπαγιάννης στέκεται επάξια στο ρόλο του παθιασμένου, διχασμένου ιερέα. Παίζουν ακόμα οι Χρήστος Μαλάκης, Τάσος Δαρδαγάνης.

Ημέρες και ώρες παραστάσεων, Τετάρτη - Κυριακή 9.30 μ. μ. έως τις 2 Νοεμβρίου.

Friday, October 10, 2008

Ο «Φοίνικας» ξαναζεί στην Κέρκυρα

Της Γιωτας Συκκα, Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 10/10/2008

Η είδηση της αποκατάστασης του θεάτρου «Φοίνικας» στην παλιά πόλη της Κέρκυρας, που αποφάσισε το Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο, χαροποίησε πολλούς προχθές το βράδυ. Δεν ήταν μόνο ότι καθυστερούσε κάθε σωστική επέμβαση σ’ αυτό το αναγεννησιακής αισθητικής κτίσμα, που παρουσιάζει ιδιαίτερο αρχιτεκτονικό ενδιαφέρον, αλλά και γιατί γραφειοκρατικά εμπόδια καθυστερούσαν κάθε απόπειρα σωτηρίας του. Δέκα και πλέον χρόνια προσπαθούσαν να το αποκαταστήσουν, με εγκρίσεις από το τοπικό Συμβούλιο Μνημείων της Ηπείρου (2002 και 2008), πρόσφατα από το ΚΣΝΜ και προχθές από το ΚΑΣ. Μέσα στην παλιά πόλη της Κέρκυρας που είναι κηρυγμένη ιστορικό διατηρητέο μνημείο αλλά και μνημείο Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς της ΟΥΝΕΣΚΟ, το θέατρο Φοίνικας, «χτυπημένο» από τις ετερόκλητες χρήσεις και το χρόνο, θεωρείται η μόνη γνωστή λύση του 19ου αι. σ’ ένα ζωτικό πρόβλημα της αρχιτεκτονικής του νεοελληνικού θεάτρου, που επέτρεπε χειμερινή και θερινή λειτουργία. Αλλά και σημείο αναφοράς στην πόλη.

Κηρυγμένο νεότερο μνημείο, κατασκευάστηκε το 1895 και αποτέλεσε τη δεύτερη στέγη του Δραματικού Συλλόγου που ιδρύθηκε το 1875 και για τρεις δεκαετίες δραστηριοποιήθηκε τόσο με τη σχολή του όσο και με τις παραστάσεις του. «Η απαγκίστρωση από το ιταλοκρατούμενο κερκυραϊκό θέατρο ήταν ένα ώριμο αίτημα της ανερχόμενης μεσαίας τάξης, η οποία στήριζε τον Δραματικό Σύλλογο, παρασύροντας στις παραστάσεις του και τους μικροαστούς», σημειώνει η Ελένη Φεσσά - Εμμανουήλ στην έκδοση «Η αρχιτεκτονική του Νεοελληνικού Θεάτρου 1720 - 1940».

Το κτίριο οικοδομήθηκε σε χώρο του δήμου Κερκυραίων, ο οποίος το πρόσφερε το 1893 με ετήσιο ενοίκιο 150 δρχ. Είχε εμβαδό 1.795 τ.μ. και για την ανέγερση του «Φοίνικα» χρησιμοποιήθηκε όλο το αποθεματικό κεφάλαιο του Δραματικού Συλλόγου: 20.000 δρχ. Αλλά δεν ήταν αρκετά. Απαιτήθηκε και δάνειο 50.000 δρχ. Το έργο υποστηρίχθηκε από τη Δημοτική Αρχή της εποχής, διότι θα εξασφάλιζε στην Κέρκυρα υπαίθρια σκηνή ανάλογη με εκείνες του Ν. Φαλήρου και της Αθήνας, ωστόσο, το χρέος και οι πιέσεις ανάγκασαν το Σύλλογο να υποχωρήσει ως προς την ποιότητα των θεαμάτων. Γρήγορα ο χώρος γνώρισε πολλά στάδια πριν από τη παρακμή του, όπως αποδεικνύουν οι πολλαπλές αλλαγές στους χρήστες και τους μισθωτές.

Ηταν ένας πρωτότυπος συνδυασμός χειμερινού και υπαίθριου θεάτρου, ενώ τμήμα του χρησιμοποιήθηκε και ως κινηματογράφος.

Το κτίριο εδράζεται στην «υψηλή» πλατεία του Ενετικού Προμαχώνα Ραϋμόνδου (16ος αι.), ο οποίος αποτελεί τη ΝΔ αιχμή του αμυντικού μετώπου της περιμετρικής βενετικής οχύρωσης της πόλης. Ο συνοδευτικός χώρος του σινεμά εκτείνεται κι αυτός επί του οχυρωματικού χώρου του εν λόγω προμαχώνα. Οπως τονίστηκε στο Συμβούλιο, ο προμαχώνας Ραϋμόνδου (γι’ αυτό έχει λόγο η Εφορεία Βυζαντινών Μνημείων) μαζί με έναν ημιπρομαχώνα ήταν αυτός που προστάτευε την ομώνυμη βενετική πύλη, η οποία κατεδαφίστηκε τον 19ο αι., κατά την περίοδο της Αγγλοκρατίας στην Κέρκυρα.

«Θέλουμε να αναπλάσουμε το κτίριο στην αρχική του μορφή», είπε στην «Κ» ο δήμαρχος Κερκυραίων Σωτήρης Μικάλεφ. Η μελέτη που εγκρίθηκε από το ΚΑΣ -των Κ. Πέτσα, Αν. Σαλή, Β. Γιαννόπουλου- περιλαμβάνει και το μεταλλικό στέγαστρο στην οροφή. Ελπίζουμε να αποτελέσει την αρχή για την αποκατάσταση μια σειράς κτιρίων στην κηρυγμένη παλιά πόλη που περιμένουν τη βοήθεια της πολιτείας πριν καταρρεύσουν.

Αναγέννηση του «Φοίνικα»

Ανοίγει επιτέλους ο δρόμος για τη διάσωση του θεάτρου «Φοίνικας» της Κέρκυρας. Εγκρίθηκε από το ΚΑΣ η μελέτη αποκατάστασής του. Η υπόθεση απασχολούσε ήδη από το 2007 την τοπική Εφορεία Νεωτέρων Μνημείων και το Τοπικό Συμβούλιο Μνημείων των Ιονίων Νήσων. Επειδή όμως το μνημείο του 1895 εδράζεται πάνω στην «υψηλή» πλατεία του ενετικού προμαχώνα του Ραϋμόνδου (16ος αιώνας) στα ΝΔ της περιμετρικής βενετικής οχύρωσης της πόλης, η 21η Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων ζήτησε επανεξέταση του φακέλου και το θέμα εισήχθη στο ΚΑΣ. Ο «Φοίνικας» αρχικά λειτούργησε ως λυρικό θέατρο κι έπειτα ως κινηματογράφος. Στα νότια του κτιρίου, στον εξωτερικό χώρο, λειτουργεί από τη δεκαετία του 1990 ο μοναδικός θερινός κινηματογράφος της Κέρκυρας. Με τη νέα μελέτη θα αποκτήσει στέγαστρο για να λειτουργήσει και ως χειμερινός.

Ν.Κ.-Ρ., ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ - 10/10/2008

Πειραματικό... Θεσσαλικό Θέατρο

Από την πρωτοποριακή «Golfo 2.3 Beta» του Σίμου Κακάλα (φωτογρ.), που είδαμε και στο Φεστιβάλ Αθηνών, έως το «Αίμα κακό» του Αρη Ρέτσου και το παιδικό «Ενα μπαλόνι μυστικά» του «Θεάτρου του Παπουτσιού πάνω στο δέντρο», το 1ο Φεστιβάλ Πειραματικού Θεάτρου Λάρισας φροντίζει να ικανοποιήσει πολλά γούστα. Από απόψε στο θεάτρο του «Μύλου» και για τις επόμενες 10 ημέρες, οι Λαρισαίοι μπορούν να πάρουν μια γεύση από σύγχρονες θεατρικές προσεγγίσεις. Και αν θέλουν να δοκιμάσουν και τον ρόλο του δημιουργού, τότε τα θεατρικά εργαστήρια (ξυλογλυπτικής, κατασκευής κούκλας, μέχρι και μαθημάτων ζογκλέρ) τους περιμένουν καθ' όλη τη διάρκεια του φεστιβάλ. Η Λάρισα ανέκαθεν αγαπούσε το θέατρο. Καιρός να το αποδείξει...

Οταν βλέπω τα ψώνια στο θέατρο, σκέφτομαι τον Μαστρογιάνι

Της ΕΛΕΝΑΣ ΓΑΛΑΝΟΠΟΥΛΟΥ

Τη Δώρα Χρυσικού την πρωτογνωρίσαμε έφηβη χάρη σε ταινία του Θόδωρου Αγγελόπουλου. Ηταν η μικρή προσφυγοπούλα που ερωτεύτηκε τον ρεπόρτερ (Γρηγόρη Πατρικαρέα) στο «Μετέωρο βήμα του πελαργού» (1991). Είχε βρεθεί, μάλιστα, στο επίκεντρο της διαμάχης του σκηνοθέτη με τον Καντιώτη. Ο μητροπολίτης Φλώρινας είχε αφορίσει όσους συμμετείχαν στην ταινία ενοχλημένος από μια ερωτική σκηνή.

Γιώργος Κιμούλης, Νίκος Ψαρράς, Δώρα Χρυσικού στο «Closer»
Το κοριτσάκι μεγάλωσε. Εγκατέλειψε τον χορό, στον οποίο ήταν αφοσιωμένο, και πέρασε στην υποκριτική. Αφού ολοκλήρωσε τις σπουδές της στο Λονδίνο επέστρεψε στην Ελλάδα. Από το 1998 εργάστηκε στο Εθνικό («Βάτραχοι», «Γέρμα», «Φοιτητές» και «Μιζερέρε», όλα σε σκηνοθεσία Τσιάνου). Από το 2002 πέρασε στο ελεύθερο θέατρο («Βροχοποιός» του Ρίτσαρντ Νας σε σκηνοθεσία Κοραής Δαμάτη, «Αιδοίων μονόλογοι» της Ιβ Ενσλερ, σε σκηνοθεσία Πέτρου Ζούλια). Φέτος υποδύεται την Αλίκη Αϊρις στο έργο του Πάτρικ Μάρμπερ «Πιο κοντά», που ανεβαίνει αύριο στο θέατρο «Αθηνών» σε σκηνοθεσία Γιώργου Κιμούλη.
  • Τι σας έχει μείνει πιο έντονα από τη συνεργασία σας με τον Θόδωρο Αγγελόπουλο;
Η έφηβη Δώρα σερβίρει τον Μαρτσέλο Μαστρογιάνι σε μια σκηνή από το «Μετέωρο βήμα του πελαργού»
«Νιώθω σαν να έχει περάσει τόσος καιρός από τότε. Σαν η τότε Δώρα να μην έχει σχέση με τη σημερινή. Δεν είχα καταλάβει τι μου συνέβαινε, πόσο σημαντικό ήταν να συνεργάζομαι στα πρώτα μου βήματα με ένα μεγαθήριο όπως ο Μαστρογιάνι. Είναι ένας άνθρωπος που λατρεύω και που το ήθος και η ποιότητά του είναι για μένα κάτι το αξεπέραστο. Αυτός μου έρχεται πάντα στο μυαλό όταν βλέπω στον χώρο ανθρώπους, που δεν έχουν καμία σχέση με το μέγεθός του και παρ' όλα αυτά έχουν συμπεριφορά ψώνιου. Χάρη στη συμμετοχή μου στο "Μετέωρο βήμα του πελαργού" είδα από πολύ μικρή στο επαγγελματικό τερέν ποια είναι η σωστή επαγγελματική συμπεριφορά».
  • Δεν ήταν πιο εύκολο να συνεχίσετε έχοντας τα εύσημα της συνεργασίας με τον Αγγελόπουλο;
«Το αντίθετο. Ποτέ δεν είχα καλή αντιμετώπιση λόγω του Αγγελόπουλου. Δεν αντέχεται εύκολα από έναν σκηνοθέτη να του λες πως η πρώτη σου επαφή με την κάμερα ήταν με τον Αγγελόπουλο. Υπάρχει μεγάλη ζηλοφθονία σε αυτή τη χώρα».
  • Τότε ήσασταν χορεύτρια. Σήμερα μόνο ηθοποιός. Πώς έγινε αυτό το πέρασμα, ήταν εύκολο;
«Χόρευα από 3 ετών. Οταν στην Α' Γυμνασίου πήρα τη μεγάλη απόφαση να φύγω για τη Γερμανία για να σπουδάσω χορό, το έκανα για να μείνω. Ομως αρρώστησα βαριά και έπρεπε να εγκαταλείψω. Ηρθα στην Ελλάδα με τσακισμένα φτερά, χάνοντας ένα όνειρο ζωής. Επί ξύλου κρεμάμενη σε μια δύσκολη ηλικία. Εκείνη την περίοδο της προσαρμογής στην Ελλάδα έτυχε και η ταινία του Αγγελόπουλου, που ήταν σωτήρια για μένα - κάτι που κατάλαβα πολύ αργότερα».
  • Εννοείται ότι βρήκατε έναν άλλο δρόμο, αυτόν της ηθοποιού;
«Ναι, μπήκε μέσα μου το μικρόβιο της υποκριτικής. Επρεπε να βρω κάτι που να αγαπώ γιατί ποτέ δεν με είχα φανταστεί κάτι άλλο από χορεύτρια. Μετά την ταινία μπήκα στον θεατρικό όμιλο του σχολείου μου και εκεί κατάλαβα πως τελικά η υποκριτική μού αρέσει. Μετά το σχολείο ξαναέφυγα στο εξωτερικό. Πέρα από το άλλοθι των καλών σπουδών -που όντως ισχύει- έπρεπε να κάνω ένα δεύτερο κρας τεστ στον εαυτό μου. Να δω αν θα καταφέρω να ολοκληρώσω κάτι μακριά από το σπίτι και από τη χώρα μου. Το έκανα με πολύ κόπο και ατέλειωτες ώρες μοναξιάς. Η εμπειρία όμως ήταν συγκλονιστική. Ηρθα σε επαφή με ανθρώπους άλλων χωρών που προσεγγίζουν με πολύ διαφορετικό τρόπο το θέατρο».
  • Θεωρείτε ότι ο ρόλος σας στο «Closer», ένα πολύ γνωστό έργο, αλλά και η συνεργασία σας με τον Κιμούλη είναι από τα πιο σημαντικά πράγματα που έχετε κάνει;
«Αυτό που ξέρω είναι ότι με το "Closer" έχω μια σχεδόν καρμική σχέση. Παιζόταν στο Λονδίνο όταν τέλειωνα τη σχολή, και ήταν ένα από τα δύο έργα που έφερα στη βαλίτσα μου όταν επέστρεψα. Ο ρόλος μου είναι υπέροχος! Ετσι, όπως το δίνει ο Μάρμπερ αλλά και με την ανάγνωση που έχει κάνει ο Γιώργος Κιμούλης, η Αλις είναι ένα μη υπαρκτό πρόσωπο, ένας άγγελος θανάτου -σε αντίθεση με τα υπόλοιπα τρία πρόσωπα του έργου που είναι πιο γήινα. Είναι μια στριπτιζέζ που ονομάζεται Τζέιν Τζόουνς, αλλά συστήνεται ως Αλίκη Αϊρις. Στο τέλος αποδεικνύεται πως είναι το όνομα μιας γυναίκας που πέθανε το 1885 σώζωντας τρία παιδία. Οι ήρωες στους οποίους εμφανίζεται είναι τρεις. Υπάρχει ένας εμφανής συμβολισμός και μια έντονη αλληγορία η οποία στη δική μας παράσταση φωτίζεται πολύ έντονα. Νομίζω πως και ο Μάρμπερ είναι πιο κοντά σ' αυτή τη θέση του κειμένου. Οταν σε μια συνέντευξη είχε ρωτηθεί τι σημαίνει ο τίτλος του έργου Closer (= πιο κοντά) είχε πει πως οι ήρωες έρχονται λίγο πιο κοντά στον θάνατο».
  • Τονίζεται αυτή η διάσταση και από τον τρόπο που παίζετε;
«Το παίξιμο είναι καθαρά νατουραλιστικό. Απλά "φωτίζονται" με ιδιαίτερο τρόπο κάποιες στιγμές του έργου. Αν το δικό μου παίξιμο είναι καλό, μια ανάταση και ένα σφίξιμο, πάντως, θα το αισθανθείτε!».

**Ο Γιώργος Κιμούλης, πέρα από τη σκηνοθεσία και τη μετάφραση, κρατάει βασικό ρόλο στην παράσταση όπως και οι Ζέτα Δούκα και Νίκος Ψαρράς. Θέατρο «Αθηνών» (Βουκουρεστίου 10, τηλ. 210-3312343)


ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ - 10/10/2008

«Ελληνικό θέατρο χωρίς ελληνικό έργο δεν υπάρχει»


«Ελληνικό θέατρο χωρίς ελληνικό έργο δεν υπάρχει». Με την ίδια αυτή κατηγορηματική φράση ξεκίνησε και έκλεισε χθες τη συνέντευξη Τύπου στο θέατρο «Χορν» ο Σταμάτης Φασουλής. Παρουσίασε μαζί με τον θίασό του και τον συγγραφέα Ακη Δήμου την παράσταση «Απόψε τρώμε στης Ιοκάστης» λίγες ώρες πριν από την αποψινή της πρεμιέρα.

«Οταν ξεκίνησα το 1992 να ανεβάζω ελληνικό έργο, το μισό θέατρο με κορόιδευε. Ελεγαν στον παραγωγό μου: "Πού πας;". Μόνον ο Κουν, ο Παπαγεωργίου και ο Μιχαηλίδης το στήριζαν μέχρι τότε», θυμήθηκε χθες ο Σταμάτης Φασουλής
«Δεν λέω πως δεν πρέπει να ανεβαίνει ξένο έργο. Το αντίθετο. Αλλά για να κατανοήσουμε την ξένη γλώσσα πρέπει πρώτα να κατακτήσουμε τη δική μας», είπε ο σκηνοθέτης. Και συνέχισε: «Ολα αυτά τα 35 χρόνια που ασχολούμαι με το θέατρο, φροντίζω κάθε χρόνο παράλληλα με οτιδήποτε άλλο ασχολούμαι, να ανεβάζω και ένα ελληνικό έργο. Εχει τύχει να κάνω πρόβες σε Τένεσι Ουίλιαμς και μετά σε έργο του Λένου Χρηστίδη. Εκτός των άλλων, το ελληνικό έργο είναι αντίβαρο. Βοηθά να αντισταθμίζονται τα πράγματα. Και κάτι άλλο. Είναι πολύ σημαντικό να ανεβαίνει νέο ελληνικό έργο σε mainstream θέατρα. Αυτή η προσπάθεια που υποστηρίζει η "Ελληνική Θεαμάτων" πρέπει να συνεχίσει και να εδραιωθεί. Πρέπει να πάψουμε να είμαστε καχύποπτοι απέναντί του. Οταν το 1992 ξεκίνησα να ανεβάζω ελληνικό έργο, το μισό θέατρο με κορόιδευε. Ελεγαν στον παραγωγό μου: "Πού πας;". Μόνον ο Κουν, ο Παπαγεωργίου και ο Μιχαηλίδης το στήριζαν μέχρι τότε».

Το κείμενο του έργου «Απόψε τρώμε στης Ιοκάστης» ο Ακης Δήμου το άφησε στο ταμείο του θεάτρου. «Ντρεπόμουν να του το δώσω στο χέρι», είπε χθες ο συγγραφέας. «Ηταν η πρώτη μου απόπειρα να γράψω κωμωδία και φοβόμουν την αντίδρασή του. Ηξερα, όμως, πως είναι εξαιρετικός ο τρόπος που ο Σταμάτης προσεγγίζει την κωμωδία. Μπορεί και διακρίνει στον πυρήνα του κωμικού την απελπισία. Νιώθω καθησυχασμένος που το έργο μου βρίσκεται στα χέρια του, στα χέρια της Σοφίας Φιλιππίδου και ενός ιδανικού θιάσου», κατέληξε.

Παύλος Ορκόπουλος, Μάνος Καρατζογιάννης, Γιούλικα Σκαφιδά και Σοφία Φιλιππίδου σε μια σκηνή της παράστασης
Ο Σταμάτης Φασουλής ανταπέδωσε τα καλά λόγια: «Είναι από τις καλύτερες κωμωδίες που έχω διαβάσει ποτέ. Πολύ υψηλού επιπέδου. Το αστείο έρχεται μαζί με τον χαρακτήρα και τη δράση κάθε 2 λεπτά. Δεν έχεις να αφεθείς σε μια ατμόσφαιρα αλλά να σώσεις και να εξωραΐσεις τα διαμάντια του έργου».

Οσο για την Ιοκάστη, την κεντρική ηρωίδα του έργου, ιδού πώς τη βλέπει ο σκηνοθέτης: «Είναι εγγόνι της "Φαύστας" του Μποστ, αλλά και γνήσιο παιδί της τηλοψίας. Μεταθέτει κάθε σοβαρό πρόβλημα σε επίπεδο κουτσομπολιού, όπως κάνει και η τηλεόραση». Ενώ, για τη Σοφία Φιλιππίδου, που την ενσαρκώνει μοναδικά, όπως όλοι παραδέχτηκαν, ο Σταμάτης Φασουλής δήλωσε: «Νιώθω πως παίζω κι εγώ μαζί της. Αυτή από τη σκηνή και εγώ από την πλατεία. Εχω ταυτιστεί. Σχεδόν δεν τη σκηνοθετώ».

* Θέατρο «Δημήτρης Χορν» (Αμερικής 10, τηλ.: 210-3612500). Παίζουν οι: Σοφία Φιλιππίδου, Παύλος Ορκόπουλος, Πυγμαλίων Δαδακαρίδης, Γιούλικα Σκαφιδά, Αλέξανδρος Καλπακίδης, Μάνος Καρατζογιάννης και Νάντια Κοντογεώργη. Τα σκηνικά είναι της Μαργαρίτας Χατζηιωάννου και τα κοστούμια της Ντένης Βαχλιώτη.

ΕΛ. ΓΑΛΑΝΟΠΟΥΛΟΥ

ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ - 10/10/2008

Ραλλού, στα βήματά σου


Της ΦΩΤΕΙΝΗΣ ΜΠΑΡΚΑ

Να, λοιπόν, που το «Ελληνικό Χορόδραμα», 20 χρόνια μετά τον θάνατο της εμπνεύστριας και ιδρύτριάς του, Ραλλούς Μάνου, συνεχίζει όχι μόνο να θυμάται αλλά και να δημιουργεί.

Η Ραλλού Μάνου (1915-1988) υπήρξε η κύρια εισηγήτρια του σύγχρονου χορού στην Ελλάδα. Με το «Ελληνικό Χορόδραμα», που η ίδια ίδρυσε το 1951, συνεργάστηκαν σημαντικοί καλλιτέχνες μας
Για δύο παραστάσεις, την ερχόμενη Παρασκευή (17/10) και το Σάββατο (18/10) στο θέατρο του Κολλεγίου Αθηνών, οι άνθρωποί του παρουσιάζουν τα έργα της «Πιθοπρακτά» και «Οιδίποδας Ανθρωπος» αλλά και το έργο «Ιδιό-ρυθμον» της νεότερης χορογράφους, Μπέττυς Δραμισιώτη (Sine Qua Non). Οι δύο βραδιές, υπό τον τίτλο «Ραλλού, στα βήματά σου...», πραγματοποιούνται άλλωστε με αφορμή τα 20 χρόνια από τον θάνατο της Ελληνίδας δημιουργού. Η πρόσφατη επιχορήγηση από το ΕΚΕΘΕΧ (πρώτη φορά έπειτα από 8 χρόνια) γεννάει ακόμη μεγαλύτερες προσδοκίες.

Η Ραλλού Μάνου (1915-1988) είναι σημείο αναφοράς του σύγχρονου πολιτισμού. Υπήρξε η κύρια εισηγήτρια του σύγχρονου χορού στη χώρα, παρ' ότι δεν ακολούθησε τυφλά τις πιο ακραίες εκδοχές του. Παραμένοντας στη γραμμή του μοντερνισμού της πρωτοπόρας Αμερικανίδας χορογράφου Μάρθα Γκράχαμ, κοντά στην οποία φοίτησε στη Νέα Υόρκη (1947-48), αποκατέστησε την παραμελημένη τέχνη του χορού στον τόπο μας.

Η ίδρυση, το 1951, της πρώτης μη κρατικής επαγγελματικής ομάδας χορού με το όνομα «Ελληνικό Χορόδραμα», δεν σήμανε απλώς μια νέα εποχή για τον ελληνικό χορό, αλλά άνοιξε επίσης ένα σημαντικό κεφάλαιο στην ιστορία του σύγχρονου πολιτισμού για έναν ακόμη λόγο. Η Ραλλού Μάνου επέλεξε και αξιώθηκε να συνεργαστεί με τους πιο εμπνευσμένους δημιουργούς (στα κείμενα, τη μουσική, τα κοστούμια, τα σκηνικά) των δεκαετιών του '50 και του '60, με διεθνή διάκριση (Ελύτης, Βενέζης, Κουν, Τσαρούχης, Μόραλης, Χατζηκυριάκος-Γκίκας, Ξενάκης, Χατζιδάκις, Θεοδωράκης).

Βασισμένη στο ομώνυμο μουσικό έργο του Ιάννη Ξενάκη «Πιθοπρακτά» είναι η χορογραφία της Ραλλούς Μάνου, που αναβιώνει η Βούλα Μωραγέμου. Στιγμιότυπο από τις πρόβες
* Βασισμένη στο ομώνυμο μουσικό έργο του Ιάννη Ξενάκη «Πιθοπρακτά» (σημαίνει πρακτά μέσα από πιθανότητες) η χορογραφία της Ραλλούς Μάνου (που αναβιώνει η Βούλα Μωραγέμου, γενική διευθύντρια της σχολής χορού «Ραλλού Μάνου») δημιουργεί τρεις ήρωες: τη δυναμική γυναίκα, αυτή που ξέρει τι θέλει (Ξανθή Αθανασοπούλου) και τη λυρική, ονειροπόλα, ιδανική γυναίκα (Δήμητρα Τσούμαρη). Ο άντρας (Μάνος Κοπανάκης) ταλαντεύεται ανάμεσά τους, αλλά διαλέγει τελικά τη δεύτερη. Ποτέ όμως ουσιαστικά δεν καταφέρνουν να ενωθούν.

* Η Ραλλού Μάνου υποστήριζε ότι όλοι οι άνθρωποι θα έπρεπε να μαθαίνουν χορό, όχι για να γίνουν χορευτές, αλλά «για να εκφράζονται πιο άνετα, να απελευθερώνονται από διάφορα κόμπλεξ, να μπορούν να κινούνται πιο άνετα μέσα στην κοινωνία». Με αφορμή αυτά τα λόγια της, 11 απόφοιτοι και σπουδαστές της Επαγγελματικής Σχολής Χορού «Ραλλού Μάνου» οδηγούνται σε μια αντανακλαστική, άλλοτε οργανική και άλλοτε ιδιόρρυθμη συνεύρεση. Είναι το «Ιδιό-ρυθμον», το έργο της Μπέττυς Δραμισιώτη, «μια προσπάθεια που ισορροπεί ανάμεσα στο παρελθόν και την ανάγκη για έκφραση στο τώρα», όπως εξηγεί η χορογράφος.

* Ο Γιώργος Κουρουπός θυμάται σήμερα ως μία από τις «πιο δημιουργικές και συγκινητικές συνάμα στιγμές» της καριέρας του τη συνεργασία του με τη Ραλλού Μάνου πριν από τρεις δεκαετίες. Δική του είναι η μουσική στον «Οιδίποδα Ανθρωπο», έργο που ολοκληρώνει το ενιαίο πρόγραμμα των δύο παραστάσεων. Τη χορογραφία μετά τη Μάνου υπογράφει η Αλίκη Καζούρη. «Θυμάμαι με αληθινή αγάπη και νοσταλγία τις άπειρες ώρες συνεργασίας με τη Ραλλού, πότε στη σχολή, πότε στο σπίτι, τη δημιουργική ανταλλαγή ιδεών, τη θετική ενέργεια που ανάβλυζε ασταμάτητα από την ώριμη αυτή γυναίκα, που συνδύαζε αυστηρότητα και οικειότητα, επιμονή και χιούμορ και, προπαντός, αγάπη και αφοσίωση στην τέχνη της. Δεν μπορώ να εκτιμήσω πόσο σημαντική ήταν η δική μου συμβολή -αγαπώ πάντα τη μουσική του "Οιδίποδα", αλλά αυτό μπορεί να είναι συναισθηματικό- θυμάμαι πόσο μεγάλη επιτυχία είχε η παράσταση, τόσο στην Επίδαυρο όσο και όπου αλλού παίχτηκε», γράφει ο συνθέτης.

* Θέατρο Κολλεγίου (Στέφανου Δέλτα 15, Π. Ψυχικό, εισιτήρια 30, 20, 10 ευρώ. Πληρ.: 210- 3220640, 7620024. *

ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ - 10/10/2008

Βρίζοντας το κοινό



Κοίτα να δεις σύμπτωση! Εκεί που πασιχαρής οργάνωνα την πρώτη θεατρική μου χειμωνιάτικη έξοδο στη «Στοά», επηρεασμένη από την καλή κριτική του Γρηγόρη Ιωαννίδη για τις «Στάχτες» του Κρίστοφερ Χάμπτον (διαβάστε την αύριο), μου 'ρθε ο ουρανός σφοντύλι. Διαβάζοντας τη χθεσινή στήλη του Χρήστου Μιχαηλίδη, έμαθα ότι ο Θανάσης Παπαγεωργίου μοιράζει στους θεατές του ένα φυλλάδιο, στο οποίο τούς περνάει, έστω και από σπόντα, γενεές δεκατέσσερεις. Στο οποίο -ούτε λίγο ούτε πολύ- τους ζητάει πιστοποιητικά θεατρικής νομιμοφροσύνης.

Βέβαια, τα βάζει κυρίως με τον χώρο του, δηλαδή με τους «σκηνοθέτες, που χρησιμοποιούν το θέατρο για αυτοϊκανοποίηση», με τους «πνευματικούς αεριτζήδες» και την «καλπάζουσα βλακεία», που πάει να σκεπάσει «δημιουργία, ομορφιά, αρμονία και ρυθμό». Προφανώς, είναι σίγουρος πως αυτός εξαιρείται.

Ποιος, όμως, του είπε πως εξαιρούνται και οι θεατές του, ότι δηλαδή το κατώφλι της «Στοάς» περνάνε αποκλειστικά και μόνο καλουπαρισμένα θεατρικά στρατιωτάκια; Πώς είναι βέβαιος πως ανάμεσα σε εκείνους που συμμερίζονται την ανησυχία του για τη «λαίλαπα ασυναρτησίας, που με πρόσχημα την ανανέωση ισοπεδώνει ό,τι ελάχιστο έχει μείνει ακόμη όρθιο», δεν σκάνε μύτη και κάποιοι που δεν δίνουν πεντάρα για όλα αυτά;

Μπορεί, κάλλιστα, οι θεατές του να πηγαίνουν με την ίδια άνεση και στα θέατρα της «ασυναρτησίας», και να τα βρίσκουν κάθε άλλο παρά επιζήμια. Μπορεί να σιχαίνονται το κήρυγμα και τις ηθικολογίες. Μπορεί να μην αναγνωρίζουν τον εαυτό τους στις θεατρικές νόρμες της Ομορφιάς και της Προόδου.

Και επειδή μάλλον αυτό συμβαίνει, το φυλλάδιο της «Στοάς» έχει κάτι το ηρωικό. Γιατί χτυπάει το χέρι στο μαχαίρι και διώχνει από το ιστορικό θέατρο κάτι μυγιάγγιχτους τύπους, σαν και του λόγου μου.

Λυπάμαι, αλλά το θέατρο δεν είναι κόμμα, να μετράει τα κουκιά του και να τα θεωρεί υγιέστερα των άλλων. Το θέατρο δεν πρέπει να διχάζει και, κυρίως, να τρέμει τον ίσκιο του και να περιχαρακώνεται. Ο φοβικός λόγος του Θανάση Παπαγεωργίου μού θύμισε την εποχή όπου ο μακαριστός Χριστόδουλος έπιανε τα μπαλκόνια. Κι αυτός να ενδυναμώσει την Εκκλησία ήθελε. Κατάφερε ακριβώς το αντίθετο.


ΒΕΝΑ ΓΕΩΡΓΑΚΟΠΟΥΛΟΥ


ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ - 10/10/2008

Η «La Βoh me» ανοίγει τη σεζόν στην Εθνική Λυρική Σκηνή

ΙΣΜΑ ΤΟΥΛΑΤΟΥ, ΤΟ ΒΗΜΑ, Παρασκευή, 10 Οκτωβρίου 2008
Φωτογραφία

Η Ελενα Κελεσίδη (Μιμί) και ο Σεμπαστιάν Γκυέζ (Ροντόλφο) σε στιγμιότυπο από την όπερα του Πουτσίνι «La Βoh me»
Ενώ η συζήτηση ως προς το ενδεχόμενο τροποποίησης του νόμου ο οποίος διέπει τη λειτουργία της Εθνικής Λυρικής Σκηνής κρατεί ακόμη καλά πυροδοτώντας συζητήσεις επί συζητήσεων, εγκαινιάζεται σήμερα η νέα καλλιτεχνική περίοδος στο θέατρο Ολύμπια.

Η αυλαία ανοίγει με την επανάληψη της περυσινής, επιτυχημένης παραγωγής της δημοφιλούς όπερας «La Βoh me» του Πουτσίνι, σε σκηνοθεσία του διάσημου βρετανού σκηνοθέτη Γκράχαμ Βικ. Στο πλαίσιο της εφετινής, διεθνούς επετείου των 150 χρόνων από τη γέννηση του συνθέτη, η ιστορία της Μιμί ( Ελενα Κελεσίδη ) και του Ροντόλφο ( Σεμπαστιάν Γκυέζ ) ζωντανεύει για μία ακόμη φορά. Τα σκηνικά και τα κοστούμια είναι του επίσης διάσημου Ρίτσαρντ Χάντσον ενώ την ευθύνη της μουσικής διεύθυνσης έχει ο Λουκάς Καρυτινός. Πέραν της σημερινής πρεμιέρας, παραστάσεις θα δοθούν και στις 12, 14, 16, 18 και 21 Οκτωβρίου. Σε ό,τι αφορά γενικότερα τον «χάρτη» της εφετινής σεζόν, αξίζει ίσως να θυμίσει κανείς τις νέες παραγωγές, ορισμένες εκ των οποίων σηματοδοτούν αντιστοίχως και πανελλήνιες «πρώτες». Ανάμεσά τους το μονόπρακτο του Αλεξάντερ φον Τσεμλίνσκι - ενός συν θέτη ο οποίος δείχνει να «κερδίζει έδαφος» στη χώρα μας τα τελευταία χρόνια- με τίτλο «Μια φλωρεντινή τραγωδία», το οποίο παρουσιάζεται σε κοινή παράσταση με τον περυσινό, επιτυχημένο «Τζιάνι Σκίκι» του Πουτσίνι. Πρόκειται για δύο σύντομες όπερες με συνεκτικό κρίκο το ότι γράφτηκαν την ίδια εποχή, αρχές 20ού αιώνα, και διαδραματίζονται στη Φλωρεντία (παραστάσεις στις 23, 25, 26, 28, 29, 30/11).

Νέα παραγωγή του δημοφιλέστατου «Ριγκολέτο» του Βέρντι έχει προγραμματίσει η Λυρική για το εορταστικό διάστημα Δεκεμβρίου- Ιανουαρίου. Τη σκηνοθεσία, τα σκηνικά και τα κοστούμια υπογράφει ο Νίκος Πετρόπουλος και η πρεμιέρα αναμένεται στις 19/12. Σε πανελλήνια «πρώτη» θα παρουσιαστεί, εξάλλου, στις 17/1 η δίπρακτη οπερέτα του Ζουπέ «Η ωραία Γαλάτεια», η οποία αποτελεί συμπαραγωγή με την Όπερα Δωματίου Αθηνών και την Ορχήστρα Πατρών. Το θέμα της αφορά τον έρωτα του γλύπτη Πυγμαλίωνα με το δημιούργημά του, το άγαλμα της Γαλάτειας (παραστάσεις και στις 18, 20 και 21/1/2009). Η πανευρωπαϊκή πρεμιέρα της όπερας του Βάγκνερ «Ταγχόιζερ» σε σκηνοθεσία Γκράχαμ Βικ- μια παραγωγή της Όπερας του Σαν Φρανσίσκο- θα παρουσιαστεί σε συνεργασία με το Μέγαρο Μουσικής Αθηνών στη σκηνή της Αίθουσας Αλεξάνδρα Τριάντη (24, 27, 30/1 και 1/2). Νέες παραγωγές έχουν επίσης προγραμματιστεί για τις όπερες «Ρουσάλκα» του Ντβόρζακ (πανελλήνια πρώτη, συμπαραγωγή με την Όπερα της Νίκαιας, 6-15/3/2009), «Ρίτα» του Ντονιτσέτι (σε κοινή παράσταση με τους «Παλιάτσους» του Λεονκαβάλο , 20-24/3/2009) και «Οι Πουριτανοί» του Μπελίνι (24-30/4/2009, σε συνεργασία και πάλι με το Μέγαρο). Σε παγκόσμια πρώτη θα παρουσιαστεί εξάλλου η όπερα του Σταύρου Ξαρχάκου «Συρανό και Ρωξάνη», μια συμπαραγωγή με το γαλλικό Αυτοκρατορικό Θέατρο της Κομπιένης (5-11/4/2009). Στο θέατρο Ακροπόλ η παιδική σκηνή παρουσιάζει την παράσταση με τίτλο «Ο τσάρος Σαλτάν, η όμορφη τσαρέβνα και ο μαγεμένος κύκνος», βασισμένη στην όπερα του Ν.Ρίμσκι-Κόρσακοφ «Το παραμύθι του τσάρου Σαλτάν» (2/11-12/4). Στον ίδιο χώρο, τέλος, θα παρουσιαστεί σε νέα παραγωγή η οπερέτα του Ν.Χατζηαποστόλου «Οι απάχηδες των Αθηνών» (29/11-12/4).


«Πιο κοντά» με τον Γιώργο Κιμούλη


ΜΥΡΤΩ ΛΟΒΕΡΔΟΥ, ΤΟ ΒΗΜΑ, Παρασκευή, 10 Οκτωβρίου 2008
Φωτογραφία

Από αριστερά, Γιώργος Κιμούλης, Ζέτα Δούκα, Νίκος Ψαρράς, Δώρα Χρυσικού: προσπαθούν να έρθουν «Πιο κοντά» επί σκηνής του θεάτρου Αθηνών
O Πάτρικ Μάρμπερ περιγράφει το «Closer» ως μια ερωτική ιστορία. Και αυτό ακριβώς είναι: η ιστορία δύο ζευγαριών, με τις εντάσεις, τις αλήθειες και τα ψέματα, με τις ζήλιες, τους ανταγωνισμούς και την απιστία να αντιστρέφει τους όρους και να αλλάζει τα πρόσωπα στα ζευγάρια. Ο Νταν και η Αλις, ο Λάρι και η Αννα είναι οι ήρωες του «Closer», που ανεβαίνει απόψε από τον Γιώργο Κιμούλη στο θέατρο Αθηνών με τον τίτλο «Πιο κοντά». Γραμμένο το 1997, ανέβηκε στο Λονδίνο και κέρδισε το Βραβείο Ολίβιε ως το καλύτερο έργο της (ίδιας) χρονιάς. Παίχθηκε για δύο συνεχόμενες σεζόν στο Εθνικό Θέατρο της Αγγλίας, μεταφέρθηκε στο Γουέστ Εντ και στη συνέχεια ανέβηκε στην υπόλοιπη Ευρώπη, στην Αμερική και στην Αυστραλία. 8Κ

«Πρόκειται για ένα σύγχρονο έργο με σύγχρονη θεματική που δηλώνεται και από τον ίδιο τον τίτλο» λέει ο Γ. Κιμούλης εξηγώντας την εφετινή θεατρική επιλογή του. «Είναι σαν μια έκκληση, μια διαταγή και μια συνειδητοποίηση του αδύνατου. Μπορούν δύο άνθρωποι να έρθουν πιο κοντά; Ή μήπως όχι, ποτέ; Ο άνθρωπος φοβάται να δώσει αυτό που έχει μέσα του, μήπως και τα χάσει όλα. Ο άνθρωπος είναι ένα κλειστό σύστημα. Ο,τι είναι ποτέ δεν μπορεί να το μοιραστεί. Αν δώσει αυτό που έχει, αυτή είναι η μόνη δυνατότητά του να βρει έξοδο. Γιατί ο άνθρωπος είναι εκ φύσεως κλειστός. Έτσι δεν μπορεί να μοιραστεί ούτε να εκφράσει τα συναισθήματά του παρά μόνο τις λέξεις και τις φράσεις των σκέψεων και των συναισθημάτων μας».

Γι΄ αυτό και το «Πιο κοντά» προτείνει «να μοιραστούμε αυτό που έχουμε χωρίς τον φόβο ότι θα χάσουμε αυτό που είμαστε. Η μη διάλυση αυτού που είμαστε κάνει τον άνθρωπο που δεν μπορεί να βγει έξω από τον εαυτό του, που θέλει να είναι συνεχώς κλεισμένος. Γιατί αλλιώς θα αρχίσει η έννοια της ανθρώπινης μέριμνας...» καταλήγει ο Γιώργος Κιμούλης, αφήνοντας να εννοηθεί ότι μια έννοια σαν και αυτή έχει πια χαθεί.

Παρελθόν και τίτλοι


Στην Αθήνα γνωρίσαμε το έργο τη σεζόν 1998-1999 με τον τίτλο «Τόσο κοντά» από τον Θωμά Μοσχόπουλο, ο οποίος υπέγραψε τη μετάφραση και τη σκηνοθεσία. Το κουαρτέτο αποτελούσαν οι Ακύλλας Καραζήσης, Λυδία Φωτοπούλου, Νίκος Ψαρράς, Αννα Μάσχα / Ναταλία Δραγούμη. Αμέσως μετά ο Σταμάτης Φασουλής το επέλεξε για να εγκαινιάσει το θέατρο «Δημήτρης Χορν» το 1999 με τον τίτλο «Εξ επαφής». Το έργο, σε δική του μετάφραση και σκηνοθεσία, παίχθηκε δύο χρονιές (1999-2000, 2000-2001) με τους Σταμάτη Φασουλή, Πέμυ Ζούνη, Σταύρο Ζαλμά και Μαρία Πρωτόπαπα (αρχικά είχε επιλεγεί η Τάνια Τρύπη αλλά τελικά η ηθοποιός δεν ανέλαβε τον ρόλο).

Thursday, October 9, 2008

Η «Ελένη» του Ευριπίδη στη Νεανική Σκηνή του ΚΘΒΕ

© Κ.Θ.Β.Ε. / Κώστας Αμοιρίδης




Η «Ελένη» του Ευριπίδη εγκαινιάζει τη «Νεανική Σκηνή» του ΚΘΒΕ. Πρεμιέρα, 2 Οκτωβρίου 2008, Θέατρο Μονής Λαζαριστών, σκηνή Σωκράτης Καραντινός

Το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος παρουσιάζει την «Ελένη» του Ευριπίδη σε σκηνοθεσία του Γιάννη Παρασκευόπουλου εγκαινιάζοντας έτσι τη «Νεανική Σκηνή» του. Πρόκειται για μία μόνιμη σκηνή, που έχει ως στόχο να παρουσιάσει έργα και παραστάσεις, τόσο σε μαθητές Γυμνασίου, όσο και στο ευρύτερο, ανήσυχο, νεανικό κοινό.

Στην «Ελένη» ο Ευριπίδης αντιστρέφει τον παραδοσιακό μύθο, γράφοντας μια πρωτότυπη τραγωδία με έντονα κωμικά στοιχεία. Η Ελένη δεν ειν’ εδώ η άπιστη σύζυγος, που πρόδωσε την πατρίδα της και την έσυρε στον πόλεμο, αφού στην Τροία πήγε μονάχα το είδωλό της .

Ο θεματικός άξονας που διατρέχει το έργο, δηλαδή η αντίθεση ανάμεσα στο φαινομενικό και στο πραγματικό αφορά άμεσα τη σημερινή νέα γενιά, καθώς σχετίζεται με τους περιορισμούς που της επιβάλει η εξωτερική εικόνα της και που διαρκώς καλείται να την ανατρέψει.

Μπορεί ένα έργο αρχαίας τραγωδίας ν’ αφορά το νεανικό κοινό του θεάτρου; Κάτω από ποιές προϋποθέσεις είναι δυνατόν η ψυχαγωγία ν’ αποτελέσει μέσο εκπαίδευσης των σύγχρονων θεατών; Τι μπορεί να σημαίνει έκπληξη και ανατροπή για τους σημερινούς θεατές, τους μυημένους στην άμεση, πανίσχυρη επίδραση της εικόνας στην καθημερινότητά τους.

Αυτά είναι μερικά από τα ζητήματα και τις προτάσεις των νέων ανθρώπων-θεατών ,πάνω στα θέματα, που θα τεθούν προς συζήτηση αμέσως μετά την παράσταση. Οι συγκεκριμένοι προβληματισμοί είναι αυτοί , που κυρίως απασχολούν τη δουλειά του θιάσου και κατά συνέπεια το ίδιο το έργο.

Συντελεστές παράστασης: Μετάφραση-Σοφία Νικολαϊδου, Σκηνοθεσία-Γιάννης Παρασκευόπουλος, Σκηνικά-κοστούμια-Σοφία Παπαδοπούλου, Κίνηση-Κώστας Γεράρδος, Μουσική Επιμέλεια-Κοσμάς Εφραιμίδης, Δραματουργική Επεξεργασία-Μαγδαληνή Μπεκρή, Φωτισμοί-Χρήστος Γιαλαβούζης, Βοηθός Σκηνοθέτη-Βάσια Μπακάκου, Βοηθός Σκηνογράφου-Ανδρέας Παρασκευόπουλος, Οργάνωση παραγωγής-Ροδή Στεφανίδου. Διανομή: Ελένη-Αμαλία Τσεκούρα, Τεύκρος-Κωνσταντίνος Χατζησάββας, Μενέλαος-Χρίστος Στυλιανού, Γριά-Βάσια Μπακάκου, Αγγελιοφόρος Α’-Γιώργος Σφυρίδης, Θεονόη-Μαρία Καραμήτρη, Θεοκλύμενος-Παύλος Μυρόφτσαλης, Αγγελιοφόρος Β’-Χάρης Πεχλιβανίδης, Κάστωρ-Θόδωρος Γρηγοριάδης, Πολυδεύκης-Κωνσταντίνος Χατζησάββας, Χορός-Ελένη Θυμιοπούλου, Έφη Γούση, Αννα Σωτηρούδη, Τσαμπίκα Φεσάκη, Νάντια Δαλκυριάδου, Ιρις Νικολάου, Ζωή Κυριακίδου

Παραστάσεις-Κάθε Κυριακή στις 11 π.μ. Καθημερινές για τα σχολεία στις 10:30 π.μ. Θέατρο Μονής Λαζαριστών, σκηνή Σωκράτης Καραντινός. Τιμές εισιτηρίων: Γενική είσοδος-10€. Τηλ.ταμείων-2310 288.000. Μονή Λαζαριστών, Κολοκοτρώνη 25-27, Σταυρούπολη

Blanching: μια παράσταση (με μουσική)


από Δευτέρα 13 Οκτωβρίου– Τρίτη 2 Δεκεμβρίου στο Bar ΝΙΧΟΝ screening room (Αγησιλάου 61β, Κεραμεικός, Κρατήσεις θέσεων: 6981982591)

Σπάνια παραδέχομαι ότι φταίω, σπάνια περνάω καλά.

Συχνά φαντάζομαι μια άλλη πραγματικότητα.

Πάντα όμως βασίζομαι στην καλοσύνη των ξένων.

I want you blanching* with me.

*αναφορά στην Μ

πλανς, ηρωίδα του θεατρικού έργου «Λεωφορείο

ο Πόθος»

Toblanching” είναι μια παράσταση που αντλεί την έμπνευση και το περιεχόμενό της από την κλασική ταινία «Λεωφορείο ο Πόθος», την ατμόσφαιρα μιας κινηματογραφικής αίθουσας – στη συγκεκριμένη περίπτωση την αίθουσα προβολής του NIXON, τα ψέματα που λειτουργούν ως άλλοθι στη ζωή μας και από αγαπημένες μελωδίες. Ο κοινός τόπος όπου συναντιούνται όλα τα παραπάνω είναι ο έρωτας και ο θάνατος. Η Μπλανς, η ηρωίδα που ενσάρκωσε η Βίβιαν Λη στη μεγάλη οθόνη μπορεί να είναι μια πλευρά κάθε ανθρώπου, όποια κι αν είναι η καθημερινότητά του. Όλο και κάποιος νιώθει ότι έχει ανάγκη «μαγεία και όχι ρεαλισμό», ότι «ερωτεύεται για να ξορκίσει το φόβο και το θάνατο», ότι «έχει άγχος με τις σχέσεις του», ότι «στηρίζεται στην καλοσύνη των ξένων» όποια κι αν είναι η συνέπεια. Κάθε ήρωας που αγαπήσαμε σε ταινίες ή βιβλία, κάθε ιστορία που παρακολουθήσαμε με ενδιαφέρον, είναι τόσο κοντά μας, όσο και ο ηθοποιός στον θεατή που τον προσκαλεί σε μια θεατρική εμπειρία με χιούμορ, συγκίνηση, μουσική κι όλα αυτά μέσα από μια ελλειπτική δομή της αφήγησης. Η εμπειρία αυτή ή είναι ανοιχτή σε όποιον έχει, είχε, δεν έχει ή δε θα έχει ποτέ σχέση κι επαφή με τη Μπλανς. Ακόμα κι αν αγνοείς την ύπαρξή της, η Μπλανς παραμονεύει…

Blanching σημαίνει διατηρώ τη φρεσκάδα μου.

Blanching σημαίνει τα κάνω όλα λευκά και φωτεινά.

Blanching σημαίνει σαστίζω από το συναίσθημα.


Σκηνοθεσία-διαμόρφωση κειμένου: Ζωή Ξανθοπούλου. Οργάνωση παραγωγής: 4actors. Παίζουν: Γιάννης Διαμαντής, Αλέξιος Κοτσώρης, Κωνσταντίνος Κωτσαδάμ, Βίκυ Μαστρογιάννη, Πάνος Ροκίδης, Μάριος Σαραντίδης.

Διάρκεια της παράστασης: 69’ *

*εξαρτάται από το χειροκρότημα στο τέλος

Τιμή εισιτηρίου: 15 ευρώ με ποτό (γενική είσοδος)

Ο Σταύρος Ξενίδης και η Μαργαρίτα Λαμπρινού...

3enidhs2
Δυο γλυκύτατοι άνθρωποι αλλά και εξαιρετικοί ηθοποιοί του θεάτρου και του κινηματογράφου, ο Σταύρος Ξενίδης και η σύζυγός του Μαργαρίτα Λαμπρινού φιλοξενούνται πλέον στο Γηροκομείο Αθηνών. Η ζωή δυστυχώς είναι σκληρή για όλο τον κόσμο! "Δράμα με τον Σταύρο Ξενίδη!" γράφει σήμερα η εφημερίδα "Espresso", όπου δημοσιεύεται πρωτοσέλιδο το σχετικό ρεπορτάζ, που υπογράφουν οι ΑΛΚΙΝΟΟΣ ΜΠΟΥΝΙΑΣ και ΜΑΡΙΑ ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΥ.

Πειραματική Σκηνή της «Τέχνης»: Ρεπερτόριο

Εννέα παραστάσεις θα ανεβάσει το χειμώνα η Πειραματική Σκηνή της «Τέχνης», στο θέατρο «Αμαλία» της Θεσσαλονίκης. Η αρχή θα γίνει (11/10) με επανάληψη της σάτιρας του Ακη Δήμου «Απόψε τρώμε στης Ιοκάστης». Σκηνοθεσία Γιάννη Μόσχου, σκηνικά -κοστούμια Απόστολου Βέττα.

Στα πλαίσια των «Δημητρίων» (15-17/ 11) θα παιχθούν «Οι έμποροι», του Ζοέλ Πομερά, έργο σκηνικά πρωτότυπο και κοινωνικά τολμηρό που παρουσιάζεται για πρώτη φορά στην Ελλάδα. Σκηνοθεσία Γιάννη Λεοντάρη, σκηνικά - κοστούμια Μαρίας Καβαλιώτη. Στις 14/2/2009 ανεβάζεται το έργο του άγνωστου στην Ελλάδα συγγραφέα Ξαβιέ Ντιρανζέ «Μέρες ολόκληρες, νύχτες ολόκληρες», μια κωμικοτραγική σπουδή για την αναζήτηση του έρωτα. Σκηνοθεσία Βίκυς Γεωργιάδου, σκηνικά-κοστούμια Μαρίας Καραδελόγλου. Στις 21/2/2009 θα ανεβαστεί το ψυχολογικό θρίλερ του Αγγλου δραματουργού Μάρτιν Κριμπ «Στην εξοχή». Σκηνοθεσία Γλυκερίας Καλαϊτζή, σκηνικά - κοστούμια Ολγας Χατζηιακώβου. Από τις 13/12/2008 θα επαναληφθούν ο «Γυάλινος κόσμος» του Ουίλιαμς, μεγάλη περσινή επιτυχία που διακόπηκε λόγω αιφνίδιου προβλήματος υγείας μιας ηθοποιού, και η «Μόλι Σουίνι» του Μπράιαν Φρίελ. Σκηνοθεσία (και στα δύο) Νίκου Χουρμουζιάδη, σκηνικά Λίλας Καρακώστα, κοστούμια Παναγιώτη Λαμπριανίδη.

Σημειώνουμε ότι στα πλαίσια των «Δημητρίων στα σχολεία» ανεβάστηκε το έργο του Σάκη Σερέφα «Θεσσαλονίκη σε πρώτο πρόσωπο». Σκηνοθεσία Κορίνας Χαρίτου, σκηνικά Μαρίνας Κελίδου, μουσική Κώστα Βόμβολου, ενώ η παιδική σκηνή θα παρουσιάζει το λαϊκό σκυριανό παραμύθι «Σαράντα κλειδιά». Σκηνοθεσία Ελένης Δημοπούλου, σκηνικά - κοστούμια Ρίτσαρντ Αντονι, μουσική Κώστα Βόμβολου, χορογραφία Μέλπως Βασιλικού.

Τέλος τον Απρίλη, σε συμπαραγωγή με τη θεατρική ομάδα «Jouet» θα ανεβαστεί η κωμωδία του Στάθη Μαυρόπουλου «Dracula in Far West» και τον Μάη, ο κύκλος «Προτάσεις», περιλαμβάνει παραστάσεις πειραματικών ομάδων.

Harold Pinter and... No Man's Land


No Man's Land

Duke of York's, London

4 out of 5
Michael Gambon, David Bradley and Nick Dunning in No Man's Land

A touch of gothic ... Michael Gambon, David Bradley and Nick Dunning in No Man's Land. Photograph: Tristram Kenton

Every production of Harold Pinter's tantalising, poetic play yields new meanings. And Rupert Goold's eagerly awaited revival, originating at the Gate theatre, Dublin, ushers us into the strange, spectral world that characterised his productions of Shakespeare and Pirandello. In Goold's hands it becomes a play about a man who steps off the Hampstead streets into a living limbo.

  1. No Man's Land
  2. by Harold Pinter
  3. Duke of York's,
  4. London
  5. WC2N 4BG
  1. Until Jan 3 2009
  2. Box office:
    0870-060 6623

At first, all seems familiar. David Bradley's lank Spooner, minor versifier and potman, is invited into the luxurious home of Michael Gambon's blazered Hirst. Increasingly we get a sense of dislocation. In Giles Cadle's sombre set, a staggeringly well-equipped bar looms large. Gambon's startling Hirst seems semi-paralysed by drink, as if his knees could hardly support his massive torso. When Hirst's servants, Briggs and Foster, arrive they resemble a pair of sadistic thugs exuding an air of heavy menace.

If there is a touch of gothic to Goold's production, it serves its purpose. Its aim, I deduce, is to suggest Spooner has unwittingly entered a halfway house between life and death. Hirst, a litterateur haunted by dreams and memories, is, as he tells Spooner, "in the last lap of a race I had long forgotten to run". But, while his servants conspire to lead Hirst to oblivion, Spooner attempts a chivalric rescue-act, dragging him towards the light of the living. The assumption is that his bid fails, as all four characters are finally marooned in a no-man's land "which remains forever, icy and silent". The danger in this metaphysical approach is that it might diminish the play's comedy or Pinter's sense of the concrete; but that is to reckon without actors as vibrant as these. Gambon's magnificent Hirst seems to exist in two dimensions at once, and the great morning-after scene where he greets the bedraggled Spooner as if some long-lost Oxford chum is superb. Gambon actually skips across the stage like a dancing porpoise and greets Spooner's charges of sexual misconduct with thunderous disdain. And it is precisely because Gambon radiates a sense of imagined life that his final decline into stony immobility becomes so moving.

Bradley's Spooner also memorably combines a predatory poverty with a touching gallantry. When Spooner praises Hirst for an imaginative leap, Bradley places a gentle hand on his shoulder announcing "And that's why God loves him." In Bradley's hands, it becomes one of the most compassionate lines Pinter has ever written. I was less impressed with David Walliams's Foster, which strangely misses the Orton-esque sexual banditry implied by a description of the character as "a vagabond cock".

This is a compelling revival much aided by Neil Austin's lighting and Adam Cork's subliminal sound. And when audience and cast finally joined in applauding Pinter, seated in a box, I felt it was in recognition of an eerily disturbing play that transports us into a world somewhere between reality and dream.