Saturday, July 12, 2008

ΘΟΚ: ΠΛΟΥΤΟΣ ΣΤΟ ΗΡΩΔΕΙΟ


Ο Πλούτος (Αννίτα Σαντοριναίου) είναι τυφλός και ως εκ τούτου άδικος στις μοιρασιές... Με τη βοήθεια του φτωχού αγρότη Χρεμύλου (Ντίνος Λύρας) και του δούλου του Καρίωνα (Νεοκλής Νεοκλέους) ξαναβρίσκει το φως του. Ετσι, η νέα τάξη πραγμάτων ανατέλλει αποτυπώνοντας την εποχή του Αριστοφάνη, η οποία σε πολλά θυμίζει τη σημερινή. Την τελευταία σωζόμενη κωμωδία του Αριστοφάνη «Πλούτος» θα δούμε την Τετάρτη από τον Θεατρικό Οργανισμό Κύπρου στο Ηρώδειο.

Ο σκηνοθέτης Νίκος Χαραλάμπους ανεβάζει την παράσταση με τους ίδιους βασικούς συντελεστές που την ανέβασε ξανά το 1980 (μετάφραση Κ. Κολώτα, σκηνικά Γ. Ζιάκα, μουσική Μ. Χριστοδουλίδη, χορογραφίες Ισίδωρου Σιδέρη) και καινούρια διανομή. «Τότε», μας λέει, «μόλις είχαμε βγει απ' το καμίνι της χούντας κι ολόγυρα ολόγυρα υπήρχε διάχυτη η αισιοδοξία, το όνειρο και ο σουρεαλισμός. Εκείνος ο "Πλούτος", ένα χρόνο μετά τις "Ικέτιδες" ξανά στον Λυκαβηττό, είχε τον αέρα του "άντε να φύγουμε"... Τώρα επιστρέφει στον καινούριο αιώνα, προανατολισμένος στο πνεύμα της εποχής, στης ακρίβειας τον καιρό»...

Η παράσταση του 1980 δίχασε κριτική και κοινό, μας θυμίζει ο σκηνοθέτης. «Ο κόσμος την υποδέχτηκε με θέρμη, αλλά η κριτική υπήρξε ανελέητη. Θυμάμαι τον Τσαρούχη που μας είπε μετά στα καμαρίνια ότι είναι η καλύτερη παράσταση που είχε δει τα τελευταία χρόνια. Ομως τα δημοσιεύματα μας κατακρεούργησαν. Πολύ σοβαρά ονόματα, που αν και ανέμελος νέος τότε μου ενέπνεαν σεβασμό, όπως ο Λιγνάδης ή ο Δρομάζος, μας τσάκισαν. Τα "Νέα" μάλιστα το έπραξαν μέσω δύο κριτικών, του Γεωργουσόπουλου και του Μαργαρίτη. Πιστεύω ότι η παράσταση, για την εποχή της, εξέπεμπε έναν ασυνήθιστο σουρεαλισμό που όμως στο κοινό άρεσε».

Το σκηνικό του Γιώργου Ζιάκα και η μουσική του Μιχάλη Χριστοδουλίδη αναβιώνουν έναν οργουελικό κόσμο. Μια ειδική σκηνική κατασκευή δημιουργεί το χώρο όπου εκτυλλίσσεται ο Πλούτος. Μεγάλες κυματιστές επιφάνειες, η μία δίπλα στην άλλη, μήκους 25 μέτρων και ύψους 15 μέτρων, ενώνονται αποτυπώνοντας την έρημο της Σαχάρας. Πάνω στο γυμνό, άνυδρο τοπίο δεσπόζει ένα τεράστιο καρπούζι, σύμβολο της γεωργίας, της καρπερής γης.

Σαν ροκ όπερα

Ο Νίκος Χαραλάμπους πρόσθεσε στο -χωρίς χορικά έργο- τρία χορικά που τραγουδούν και χορεύουν (ακόμα κι ένα μελαγχολικό ζεϊμπέκικο) αγρότες και αγρότισσες. Κι αν στην πρώτη παράσταση ο Πλούτος ήταν ένας καλοκάγαθος γεροντάκος, τώρα εμφανίζεται ως επηρμένος τύπος που εκμεταλλεύεται τη δουλοπρέπεια των φτωχών χωρικών. Οσο για την Πενία (Στέλα Φυρογένη), άπιαστη ερωτική φαντασίωση το 1980, τώρα είναι μια γκόθικ φιγούρα ενταγμένη σε μια σκηνή που παραπέμπει σε ροκ όπερα ή μαύρη κωμωδία.

«Αντιμετώπισα την παράσταση με την ίδια επιθετική, τολμηρή και ανατρεπτική διάθεση και επιπλέον με τη μνήμη της δυσαρέσκειας που δημιουργεί ο Αριστοφάνης που βλέπουμε τελευταία: βουτηγμένος στο σταρ σίστεμ και το λάιφ στάιλ. Η παράστασή μας είναι μια γιορτή ονείρου ψάχνοντας τη χαμένη αθωότητα και συγχρόνως η αίσθηση της απόλυτα συνειδητοποιημένης απελπισίας μας».

[Της ΕΦΗΣ ΜΑΡΙΝΟΥΚυριακάτικη Ελευθεροτυπία / 7, 13/07/2008],

Η «ΒΕΒΗΛΩΣΙΣ» ΠΟΥ ΚΑΤΑΞΙΩΘΗΚΕ


«Απηγορεύθησαν η χθεσινή παράστασις ως και αι παραστάσεις της 3ης και της 4ης Σεπτεμβρίου, εξεδόθη δε η κάτωθι επίσημος ανακοίνωσις της υπηρεσίας του Φεστιβάλ Αθηνών: "Ανακοινούται ότι η δευτέρα παράστασις των "Ορνίθων" του Αριστοφάνους, η οποία επρόκειτο να δοθή χθες Κυριακήν και ώραν 8.30 εν τω πλαισίω του Φεστιβάλ Αθηνών, εματαιώθη κατ' εντολήν του υπουργού Προεδρίας Κυβερνήσεως, του κ. Κ. Τσάτσου, καθ' όσον το εμφανισθέν έργον, ατελέστατα προπαρασκευασμένον, απετέλεσε παραμόρφωσιν του πνεύματος του κλασικού κειμένου, ωρισμέναι δε σκηναί αυτού παρουσιάσθησαν κατά τρόπον προσβάλλοντα το θρησκευτικόν αίσθημα του λαού. Τα προπωληθέντα εισιτήρια επιστρέφονται εις τα ταμεία του Φεστιβάλ"».
Κατόπιν αυτού οι «Ορνιθες» του Καρόλου Κουν και του Θεάτρου Τέχνης δεν πέταξαν... Οχι πάντως τον Σεπτέμβριο του 1959. Η ιστορική εκείνη παράσταση επιστρέφει τώρα στο Ηρώδειο στις 20 και στις 21 Ιουλίου, 49 χρόνια μετά το πρώτο της, επεισοδιακό ανέβασμα. Παρουσιάζεται δε σε σκηνοθετική επιμέλεια των Διαγόρα Χρονόπουλου-Κωστή Καπελώνη-Θοδωρή Γράμψα. Στους βασικούς ρόλους οι Ν. Μπουσδούκος, Γ. Δεγαΐτης, Γ. Παπαδόπουλος, Δ. Δεγαΐτης, Β. Λέμπερος, Κ. Βελέντζας, Γ. Καρατζογιάννης, Μ. Σαράντης, Κ. Γαβαλάς, Μ. Κωνσταντινίδης, Π. Σούλης, Θ. Ακοκκαλίδης, Α. Σταύρου, Αλ. Πέρρος, Ειρ. Στρατηγοπούλου.
Αραγε μπορούσαν να φανταστούν οι λογοκριτές του '59 ότι αυτή η απαγορευμένη λόγω «παραμόρφωσης» του αριστοφανικού πνεύματος παράσταση, δυο χρόνια αργότερα, θα κέρδιζε το πρώτο βραβείο στο Θέατρο των Εθνών κι ακόμα περισσότερο ότι η αίγλη της θα στοίχειωνε μέχρι σήμερα το ελληνικό θέατρο;
Οι πρωτεργάτες του «εγκλήματος», «ένοχοι» κατά το προεδρικό διάταγμα ήταν οι Βασίλης Ρώτας (μετάφραση-διασκευή), Κάρολος Κουν (σκηνοθεσία), Ζουζού Νικολούδη (χορογραφία), Μάνος Χατζιδάκις (μουσική), Γιάννης Τσαρούχης (σκηνικά-κοστούμια)! Συντελεστές που αποτέλεσαν μοναδική ομάδα, μια χρυσή στιγμή στο ελληνικό θέατρο.
Με έμπνευση από την Αφρική

Ο Βασίλης Ρώτας αντιμετώπισε τους αναχρονισμούς του έργου δημιουργώντας αναλογίες με τα πρόσωπα και τα γεγονότα της εποχής που παίχτηκε η παράσταση. Οπως σημείωνε ο ίδιος: «Εδώ η πίστη στο κείμενο κάνει την εικόνα να φαίνεται σαν υφαντό λερωμένο και με πολλές τρύπες»...
Ο Γιάννης Τσαρούχης κατέληξε στο σκηνικό και τα κοστούμια αφού πρώτα μελέτησε τα αφρικανικά κοστούμια ιεροτελεστιών. «(...) Η έννοια του πουλιού απεδόθη με μια φούντα που κολλήθηκε στην ουρά του ανθρώπου και έδωσε στη χορογραφία ελαφρότητα και κάτι από πέταγμα. Τα φτερά που όλοι νόμιζαν αληθινά ήταν από σύρμα και ύφασμα. Τα γαιώδη χρώματα των φτερών συμπληρώνονταν με λίγο άσπρο και γαλάζιο ανοιχτό. Πάντως ο μεγάλος μου δάσκαλος ήταν ο φτωχός μασκαράς που ντύνεται όπως-όπως και οι εύθυμοι αυτοσχεδιασμοί των φοιτητών. Η ιδέα για τις φτερούγες στα χέρια προέρχονταν από τα άγνωστα κοστούμια των ερυθροδέρμων. Είχε δίκιο ο Χατζηκυριάκος-Γκίκας λέγοντας πως για να βρεις τι ήταν η αρχαία Ελλάδα πρέπει να το ζητήσεις στους νέγρους, στους Ινδούς και σε άλλες φυλές»...
Η πρώτη παράσταση στο Ηρώδειο ήταν γραφτό ν' αφήσει εποχή. Ο τότε υπουργός Προεδρίας, Κ. Τσάτσος, διέκοψε τη διακοπή των παραστάσεων και την επόμενη μέρα ο Φωκίων Δημητριάδης δημοσιεύει το αλησμόνητο σκίτσο του στην εφημερίδα «Τα Νέα»: ο Κ. Τσάτσος με «φωνή» κότας, κρατώντας μια όρνιθα από το λουρί, βρίσκεται μπροστά στο ταμείο του Θεάτρου Τέχνης και ζητάει από τον ταμία Κάρολο Κουν δύο εισιτήρια...
Η ματαίωση των παραστάσεων και το πνεύμα του κυβερνητικού ανακοινωθέντος δίνει στο «καλλιτεχνικό σκάνδαλο» διαστάσεις... αριστοφανιάδας. Οι τίτλοι των εφημερίδων απηχούν την αντιδραστικότητα πολλών εντύπων: «Η παράστασις των Ορνίθων προεκάλεσε τας αποδοκιμασίας του κοινού», «Υστερική Ορνιθομανία», «Βεβήλωσις», «Αι Ορνιθες, ένα φιάσκο», «Ποίος έφταιξε», «Περί Ορνίθων, Ολισθημάτων, Αυτολογοκρισίας και "κατά πού στρίβει ο γάιδαρος"», «Οποιος ανακατεύεται με τον Κουν τον τρώνε οι Ορνιθες».
Και τι δεν γράφτηκε για την «ευτέλειαν» της παράστασης από τους υπεραμύντορες του ελληνικού πνεύματος: «Νόσος που μαστίζει την πνευματική ζωή», «απουσία ευθύνης απέναντι στα ιερά κληροδοτήματα», ενώ οι συντελεστές της παράστασης κατηγορήθηκαν για «εγκληματική αμέλειαν», «ασέβεια», «κυνικότητα», «αδυναμία κατανοήσεως των αρχαίων κειμένων» αλλά και «χυδαιοτάτην μουσικήν»!
Πλήθος οι διαμαρτυρίες που εξέφραζαν «βαθυτάτην θλίψιν για το κατάντημα του θεάτρου μας, τη διαστρέβλωσιν και παρωδίαν αρχαίων κειμένων υπό των απογόνων των αθανάτων συγγραφέων των».
Η ταύτιση του αριστοφανικού Ιεροφάντη με χριστιανό ιερέα έδωσε στο χριστεπώνυμο κοινό τη χαριστική βολή: «Η έλλειψις κατανοήσεως του βαθυτέρου νοήματος του έργου του μεγάλου κωμικού έφθασε μέχρι τοιούτου βαθμού ώστε αφενός μεν να εμφανίζεται ο αρχαίος Ιεροφάντης ιερουργών ως χριστιανός ιερεύς να συνοδεύεται δε το όλον έργον με την χυδαιοτέραν μουσικήν, αν είναι δυνατόν υπό τον όρον τούτον, τον εκφράζοντα τα ευγενέστερα συναισθήματα του ανθρώπου, να χαρακτηρίζονται τα κατασκευάσματα των θαμώνων των καταγωγείων».
Ο Βασίλης Ρώτας τόλμησε να αντισταθεί με επιστολή του στις εφημερίδες, ενώ πνευματικοί άνθρωποι της εποχής πήραν θέση όπως ο Μ. Καραγάτσης, ο πρόεδρος της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών, Λέων Κουκούλας, ο Μάρκος Αυγέρης, ο θεατρικός συγγραφέας Νίκος Κατηφόρης.
Κι όμως: δύο χρόνια αργότερα, το 1962 η παράσταση παρουσιάζεται στο Θέατρο των Εθνών και αποσπά το Α' Βραβείο. Ακολουθεί μια μαμούθ δοξαστική περιοδεία στην Ευρώπη και την τότε ΕΣΣΔ. Οι κριτικοί στις καλύτερες εφημερίδες του κόσμου παραληρούν:
Υμνοι από τον διεθνή τύπο

*«Τι ευτυχισμένο σύνολο, τι ελαφράδα σ' αυτή την παράσταση, πόση χαρά στη σκηνοθεσία του Κουν» («Figaro»).

*«Ενα υπαίθριο πανηγύρι στο βασίλειο του γήινου χρώματος και της παιδικής χαράς. Ο Κ. Κουν, εμψυχωτής και σκηνοθέτης, είχε δίκιο να πιστεύει στις αιώνιες δυνάμεις της φύσης» («Le Monde»).

*«Ολα συντείνουν στη σύνθεση ενός μαγευτικού θεάματος. Τι κρίμα που δεν το είδαν οι Ελληνες του αιώνα του Περικλή!» («La Nation»).

Οι υμνητικές κριτικές συνεχίζονται το 1964 στο Φεστιβάλ Σέξπιρ και στο Διεθνές Φεστιβάλ Παγκόσμιου Θεάτρου στο Λονδίνο το 1965.

*«Φοβόμουν πως θα ήμουν υποχρεωμένος ν' αντιμετωπίσω το θέμα των "Ορνίθων" με σεβασμό. Εκείνο που δεν περίμενα ήταν η αυθόρμητη χαρά, η έξαρση και η λαγαρή ηδονή που προσφέρει αυτή η παράσταση» («The Sundey Times»).

*«Η παράσταση του Κουν είναι απόλυτο θέατρο... ένα θεσπέσιο θέαμα και μια αντάξια αναβίωση ενός μεγάλου έργου» («Daily Mail»).

*«Η σκηνοθεσία του Κουν πλησιάζει πάρα πολύ στο να σπάσει το φράγμα της ξένης γλώσσας» («The Sunday Telegraph»).

*«Το γεγονός ότι ο θίασος του Θεάτρου Τέχνης προσκλήθηκε να παίξει τους "Ορνιθες" για δεύτερη φορά στο Λονδίνο είναι παράσημο που μπορεί να φέρει με δικαιολογημένη περηφάνια» («Daily Telegraph»).

*«Αυτό το ελληνικό "Θέατρο Τέχνης" μπόρεσε να μας ξαναθυμίσει ότι υπάρχουν στους Αθηναίους ιδιότητες που ούτε η ιστορία ούτε η αλλαγή της γλώσσας μπορούν ποτέ να τις αφαιρέσουν» («The Spectator»).

*«...Ακόμα και στον τελευταίο ηθοποιό του Χορού σπινθήριζε το μεγαλείο. Μεγαλειώδης επιτυχία. Να ο ζωντανός Αριστοφάνης» («Theater Heute», Μόναχο).

Οι «Ορνιθες» από κείνο το πρώτο επεισοδιακό ανέβασμα και μετά τον θρίαμβο στο Θέατρο των Εθνών, παίχτηκαν και ξαναπαίχτηκαν πολλές φορές στην Επίδαυρο, το Ηρώδειο, την Κύπρο. Μια παράσταση που το Θέατρο Τέχνης, στις δύσκολες γι' αυτό εποχές, αναβιώνει συχνά ως κειμήλιο. Οι «Ορνιθες» αντέχουν, αυτό όμως που απαιτεί ο τίτλος του θεάτρου του Καρόλου Κουν είναι η συνθήκη για τη δημιουργία καινούριων τέτοιων παραστάσεων...


[Της ΕΦΗΣ ΜΑΡΙΝΟΥ, Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία / 7, 13/07/2008]

«Κλάψε, κλάψε, ρωσικέ λαέ, πεινασμένε λαέ!..»

Του Νικου Α. Δοντα, Η Καθημερινή, 13/07/2008

Εργο από πολλές απόψεις μοναδικό στο λυρικό ρεπερτόριο, ο «Μπορίς Γκοντουνόφ» του Μοντέστ Μούσοργκσι είναι πρωτοποριακός ως προς τη σύλληψη και τη δομή του, αλλά και τολμηρός ως προς τη μουσική του γλώσσα. Στο λυρικό αυτό πανόραμα που ασχολείται με ένα κεφάλαιο της ρωσικής δυναστικής ιστορίας η δράση περνά από έναν τόπο σε άλλο και από μία ομάδα προσώπων σε μία άλλη χωρίς συνεχόμενη αφηγηματική ροή. Τα ανεκδοτολογικά επεισόδια αναδεικνύονται κυρίαρχης σημασίας. Δίνουν χρώμα, αλλά κυρίως ζωντανεύουν με πειστικά ρεαλιστικό τρόπο καθημερινούς χαρακτήρες και καταστάσεις. Σε αυτό συνεισφέρουν αποφασιστικά οι επιρροές από την παραδοσιακή ρωσική μουσική αλλά και ο σεβασμός του Μούσοργκσι στην προσωδία της ρωσικής γλώσσας. Συχνά, δημιουργείται η αίσθηση ενός είδους τραγουδιστής απαγγελίας, στοιχείο που χαρίζει τρομακτική δύναμη ιδιαίτερα στους μονολόγους του Μπορίς. Παρά τη δομή σε αυτόνομες εικόνες, κυριαρχεί η προσωπικότητα του βογιάρου Μπορίς Γκοντουνόφ, που διαδέχτηκε στον θρόνο τον Ιβάν τον Τρομερό μετά τον θάνατο -δολοφονία;- του νόμιμου διαδόχου. Ο Μούσοργκσι του προσφέρει μνημειακές σκηνές, όπως αυτή της στέψης, και επιβλητικούς μονολόγους, καθώς επίσης μία από τις σπάνιες «σκηνές τρέλας» για άντρα και μάλιστα για τη χαμηλότερη των φωνών, αυτή του βαθύφωνου. Η αντίθεση ανάμεσα σε μεγάλες χειρονομίες αλλά και η συντριβή, καθώς ο Μπορίς συνειδητοποιεί τη μηδαμινότητά του, πλάθουν έναν από τους πιο άμεσους και ρεαλιστικούς χαρακτήρες της λυρικής τέχνης. Το ποιητικό κείμενο της όπερας επεξεργάστηκε ο ίδιος ο Μούσοργκσι. Συμπύκνωσε τις 25 σκηνές του ιστορικού δράματος του Πούσκιν (1825/31) αρχικά σε μόλις επτά, προσθέτοντας υλικό και μεταγράφοντας με αρκετή ελευθερία. Η σύνθεση της μουσικής ολοκληρώθηκε τον Δεκέμβριο του 1869 και ξεχωρίζει για τον τρόπο με τον οποίο ο Μούσοργκσι επιτυγχάνει το μέγιστο δραματικό αποτέλεσμα και την εντονότερη συναισθηματική φόρτιση με αρμονική τόλμη αλλά κυρίως με μεγάλη απλότητα και οικονομία μέσων.

Η σκοτεινή πλευρά της εξουσίας

Το αυτοκρατορικό θέατρο της Αγ. Πετρούπολης αρνήθηκε να παρουσιάσει το έργο φοβούμενο τις αντιδράσεις της λογοκρισίας αλλά και επειδή σε αυτή την πρώτη γραφή δεν περιλαμβανόταν πρωταγωνιστικός γυναικείος ρόλος. Ο Μούσοργκσι ξαναδούλεψε το υλικό. Προσέθεσε ένα κεντρικό ζευγάρι τενόρου - μεσοφώνου, τον Ντμίτρι και τη Μαρίνα, που αν και εραστές κάθε άλλο παρά συμπαθείς προσωπικότητες είναι: εκείνος σφετερίζεται τον θρόνο και εκείνη ελπίζει στη φιλοδοξία του. Η εικόνα της εκκλησίας επιβαρύνθηκε ακόμα περισσότερο, καθώς ο Ιησουίτης πνευματικός της Μαρίνας την παροτρύνει να παντρευτεί τον Ντμίτρι ώστε να διαδοθεί ο Καθολικισμός στην ορθόδοξη Ρωσία. Ολες οι μορφές εξουσίας, πολιτική, εκκλησιαστική, στρατιωτική, παρουσιάζονται από την πιο σκιασμένη πλευρά τους.

Το ζοφερό έργο ολοκληρώνεται όπως αρχίζει, με μία αριστουργηματική σκηνή πλήθους. Στον «Μπορίς Γκοντουνόφ» η χορωδία δεν είναι απρόσωπο σύνολο αλλά άθροισμα από διακριτές ομάδες ή και πρόσωπα. Είναι ο ρωσικός λαός που πρωταγωνιστεί και ως σταθερό σημείο αναφοράς εξασφαλίζει τη συνοχή της όπερας: ένα ποτάμι που κυλά ασταμάτητα, αργά αλλά αναπότρεπτα, παρασύροντας στη ροή του τα γεγονότα. Το συγκινητικό τέλος του έργου ανήκει στον αγαθιάρη λαϊκό: «Κλάψε, κλάψε ρωσικέ λαέ, πεινασμένε λαέ!...»

Η όπερα πρωτοπαρουσιάστηκε τελικά στην Αγ. Πετρούπολη το 1874 χωρίς τη σκηνή στο κελί του μοναχού Πίμεν, την οποία αφαίρεσε η λογοκρισία. Πρώτος ερμηνευτής του κεντρικού ρόλου υπήρξε ο Ιβάν Μέλνικοφ. Ωστόσο, το έργο γνώρισε διεθνή καταξίωση χάρη στις ερμηνείες –σκηνικές και δισκογραφικές- του Φίοντορ Σαλιάπιν, στις αρχές του 20ού αιώνα. Ο Σαλιάπιν ερμήνευε το έργο στην επεξεργασία του από τον συνθέτη Νικολάι Ρίμσκι - Κόρσακοφ, που είχε παρουσιαστεί το 1908. Στόχος της ήταν η απαλοιφή και η «διόρθωση» όσων η αισθητική της εποχής έκρινε άτεχνα, κυρίως θέματα που αφορούσαν την αρμονία και την ενορχήστρωση. Το 1940 εμφανίστηκε μία ακόμα ενορχήστρωση, που έφερε την υπογραφή του Ντμίτρι Σοστακόβιτς.

Μετά το 1945 η σύγχρονη μουσικολογική τάση επέβαλε την επιστροφή στο μουσικό κείμενο του Μούσοργκσι, το οποίο τις τελευταίες δεκαετίες έχει πλέον επιβληθεί παντού. Στην πρόσφατη ιστορία της η Αθήνα έχει να θυμάται διάσημες παραστάσεις: στο θέατρο Ολύμπια η Εθνική Λυρική Σκηνή (ΕΛΣ) παρουσίασε την όπερα το 1969/70 σε μουσική διεύθυνση Ανδρέα Παρίδη με τον Νικολάι Γκιουζέλεφ ως Μπόρις. Ο Παρίδης διηύθυνε την όπερα και στο Ηρώδειο με την ΕΛΣ το 1972 και πρωταγωνιστή τον Ντιμίτρι Πετκόφ. Ο Γκιουζέλεφ επέστρεψε στα Ολύμπια το 1976/7 υπό τη διεύθυνση του Δημήτρη Χωραφά, ενώ το 1982 τα Μπολσόι παρουσίασαν το έργο στο Ηρώδειο με πρωταγωνιστή το Ευγκένι Νεστερένκο. Το 1985/6 στα Ολύμπια ο Οδυσσέας Δημητριάδης διηύθυνε τον Παάτα Μπουρτσουλάντζε και το 1988 η Οπερα της Βαρσοβίας παρουσίασε το έργο στο Ηρώδειο με πρωταγωνιστή τον Ανατόλι Κοντσέργκα. Τα επόμενα 20 χρόνια σιωπή.

Ιnfo

Ο «Μπορίς Γκοντουνόφ» του Μοντέστ Μούσοργκσκι από την Οπερα Μπολσόι, θα παρουσιαστεί στο Μέγαρο Μουσικής (αίθουσα Τριάντη), στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών, στις 15 και 16 Ιουλίου. Η μουσική διεύθυνση είναι του Αλεξάντρ Βεντέρνικοφ, τα σκηνικά του Γιούρι Κούπερ, τα κοστούμα του Πάβελ Καπλέβιτς, οι φωτισμοί του Νταμίρ Ισμαγίλοφ.

Συμμετέχουν η Ορχήστρα και Χορωδία του Θεάτρου Μπολσόι και η παιδική χορωδία «Μανώλης Καλομοίρης». Τον ομώνυμο ρόλο θα ερμηνεύσει ο Μιχαήλ Καζακόφ.

Η ΠΡΩΤΗ ΟΠΕΡΑ ΤΟΥ ΣΟΚΟΥΡΟΦ

Της Μαριας Κατσουνακη, Η Καθημερινή, 13/07/2008

Οσοι περίμεναν να δουν μια παράσταση με καινοτομίες και ριζοσπαστικές ιδέες, απογοητεύτηκαν. Ο Αλεξάντερ Σοκούροφ όμως είχε δηλώσει εξ αρχής ότι δεν πρόκειται να κάνει τίποτα «επαναστατικό»: «Λειτουργούμε με απόλυτο σεβασμό μέσα στο πλαίσιο της ρωσικής παράδοσης». Στις 25 Απριλίου του 2007, στην πρεμιέρα του «Μπορίς Γκοντουνόφ», στην ιστορική Οπερα Μπολσόι, κάποιοι ανακουφίστηκαν από το αποτέλεσμα, κάποιοι δυσφόρησαν.

Η κινηματογραφική καταγωγή του Σοκούροφ, πάντως, ήταν εμφανής στη σκηνοθεσία, αν βασιστούμε στην κριτική των «Moscow Times» που επισημαίνει «τη θαυμάσια καθοδήγηση του πλήθους, (σε σκηνές όπως στην έναρξη στο μοναστήρι Νοβοντέβιτσι ή στη στέψη του τσάρου Μπορίς), στην αριστοτεχνική αλλαγή των σκηνών (ακαριαία, χωρίς να φαίνεται «η ραφή») και στην ιδιαίτερη θέση που κατέχουν οι κομπάρσοι στην εικαστική σύνθεση». Η παραγωγή - σύμφωνα πάντα με τα δημοσιεύματα - είναι μεγαλειώδης, τα κοστούμια, μάλιστα, του Πάβελ Καπλέβιτς (960, τον αριθμό) θεωρούνται από τα πιο πολυτελή και πολυδάπανα που έχουν εμφανιστεί στη σκηνή του Μπολσόι.

Το θέμα δεν είναι η εξουσία

Εκεί που φαίνεται ότι ο Σοκούροφ δεν μπόρεσε να «προσθέσει τίποτα που δεν έχουμε δει πολλές φορές πριν» ήταν στην κίνηση και ερμηνεία των πρωταγωνιστών. Υπάρχει όμως και κάτι που δεν είναι καθόλου συνηθισμένο στις προηγούμενες παρουσιάσεις του «Μπορίς Γκοντουνόφ»: Η άποψη του Σοκούροφ για την όπερα. Ο λιγομίλητος εν γένει σκηνοθέτης, που αρνήθηκε να δώσει συνεντεύξεις πριν από την πρεμιέρα, σε ένα λακωνικό σημείωμά του διευκρινίζει ότι «δεν τον ενδιαφέρει το θέμα της εξουσίας». «Το θέμα της δεν είναι η εξουσία αλλά ο λαός». Και σε τηλεοπτική σύντομη δήλωσή του εμφανίστηκε να λέει: «Η παράστασή μου αναφέρεται σε ευτυχισμένους ανθρώπους και όχι σε τραγικούς χαρακτήρες». Τώρα, πώς θα διαχειριστεί μία όπερα που παρακολουθεί την άνοδο και την πτώση μέσα από την τρέλα, τη συντριβή και τον θάνατο ενός τραγικού ήρωα, εστιάζοντας σε «ευτυχισμένους ανθρώπους», θα το διαπιστώσουμε την ερχόμενη Τρίτη και Τετάρτη (15 και 16 Ιουλίου) στο Μέγαρο Μουσικής. Ομως ο σκηνοθέτης της «Ρωσικής κιβωτού» (του 90λεπτου, μεγαλύτερου στην ιστορία του κινηματογράφου μονοπλάνου, γυρισμένου στο Ερμιτάζ) έχει το χάρισμα να γοητεύει και να καθηλώνει. Ο τρόπος που ο Σοκούροφ στοχάζεται πάνω στην Ιστορία και τους ανθρώπους, που ανατέμνει την ψυχολογία της εξουσίας και προσεγγίζει τον θάνατο, που κινηματογραφεί τα επιτεύγματα του πολιτισμού αλλά και τις αδυναμίες της ανθρώπινης φύσης, που μιλάει για την υπόκωφη βία και σκληρότητα, τη σκοτεινή και απελπισμένη πλευρά της ύπαρξης, είναι διάχυτος στο έργο του: «Μητέρα και γιος», «Πατέρας και γιος», «Μολώχ», «Ηλιος», «Αλεξάντρα»…

«Δεν αισθάνομαι παιδί του σινεμά, δεν διαπαιδαγωγήθηκα μέσα από τον κινηματογράφο. Θεωρώ ότι αναπτύχθηκα και μεγάλωσα με τη λογοτεχνία, τη ρωσική και την ευρωπαϊκή και οι κύριοι δάσκαλοί μου ήταν λογοτέχνες», είχε πει ο Σοκορούφ, παλαιότερα, σε μία από τις αθηναϊκές επισκέψεις του. «Οποιοδήποτε μεγάλο λογοτεχνικό έργο περιέχει μέσα του τα πάντα: τον ρυθμό, το ντεκουπάζ, τους χαρακτήρες και όλη τη δραματουργική πορεία ενός κινηματογραφικού έργου. Προσωπικά πιστεύω ότι θα έχω μέλλον μέχρι το σημείο που θα βρίσκω ενδιαφέρον και αναζητήσεις μέσα στη λογοτεχνία».

Ο 57χρονος Σοκούροφ, γιος στρατιωτικού, βετεράνου του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, με διεθνή αναγνώριση και πολλές διακρίσεις, ασχολείται για πρώτη φορά με την όπερα. Βέβαια, πριν από δύο χρόνια είχε ολοκληρώσει ένα ντοκιμαντέρ για την κοινή ζωή δύο μύθων: του τσελίστα Μστιτλάβ Ροστροπόβιτς (πέθανε πέρυσι τον Απρίλιο) και της γυναίκας του μεγάλης λυρικής καλλιτέχνιδας, της Γκαλίνα Βισνέφσκαγια (η οποία πρωταγωνίστησε στην «Αλεξάντρα»). Σπάνιο υλικό, πολύωρες συζητήσεις με το ζευγάρι στο σπίτι τους στην Πετρούπολη, ρεσιτάλ και εμφανίσεις τους και, τέλος, η δεξίωση που παρέθεσαν για τα 50 χρόνια έγγαμου βίου, αποτυπώθηκαν από τον Σοκούροφ με τρυφερότητα, σεβασμό, ευαισθησία και θαυμασμό για δύο ανθρώπους που ξεχωρίζει «ως δημιουργήματα του Θεού και όχι δούλους του». Στο ντοκιμαντέρ αυτό εκδηλώνεται και η σχέση του σκηνοθέτη με την κλασική μουσική, στον τρόπο που κινηματογραφεί πρόβες, που «ακούει» μουσικές εκτελέσεις, που ξεχωρίζει τι και πώς πρέπει να προβάλει, να φωτίσει, να αναδείξει.

Είναι ιδιαίτερος άνθρωπος ο Αλεξάντερ Σοκούροφ. Εκπέμπει την αύρα του ασκητή και του μύστη, όντας όμως απομακρυσμένος από τις μυστικιστικές, μεταφυσικές, συμβολικές και θεοσοφικές αναζήτεις του προκατόχου του Αντρέι Ταρκόφσκι. Για την ακρίβεια, μάλλον ενοχλείται όταν τον θεωρούν διάδοχό του. Αλλά όσο και να θέλει κανείς να πάρει αποστάσεις δεν μπορεί παρά να αναγνωρίσει τις κοινές καταβολές τους: οραματιστές και οι δύο, δημιουργούν πλάνα εικαστικής αρτιότητας, βαθιάς σοφίας και επεξεργασμένης πνευματικότητας. Ο Αλεξάντερ Σοκούροφ αναμετρήθηκε και αυτός με έναν από τους σπουδαιότερους εκπροσώπους της «εθνικής ρωσικής σχολής», περιστοιχιζόμενος από ξεχωριστούς συνεργάτες. Ενας αντιακαδημαϊκός, ευρηματικός και αντισυμβατικός συνθέτης, όπως ο Μούσοργκσκι, ευτύχησε σε δυο, από τις πολλές, αναγνώσεις του «Μπορίς Γκοντουνόφ» να «συναντηθεί» με χαρισματικούς δημιουργούς που γνωρίζουν όσο ελάχιστοι τη χώρα, τους ανθρώπους και την ιστορία της.

ΑΘΗΝΑΪΚΗ ΠΡΩΤΗ ΤΟΥ ΒΑΡΛΙΚΟΦΣΚΙ

Τρομερό παιδί της πολωνικής σκηνής, ο Κριστόφ Βαρλικόφσκι, που τιμήθηκε φέτος με το ευρωπαϊκό βραβείο θεάτρου, έρχεται για πρώτη φορά στην Αθήνα με την πρωτοποριακή ομάδα του. Θα παρουσιάσουν το έργο «Κρουμ» του Χανόχ Λεβίν. Σύγχρονη εκδοχή του άσωτου υιού, ο Κρουμ, με μαύρο κοστούμι, παπούτσια, καπέλο και γραβάτα καουμπόι, επιστέφει στο σπίτι του και ομολογεί την αποτυχία του. Εγκλωβισμένος σε μια μικροκοινωνία που παραλύει μέσα σ’ έναν αέναο κύκλο από γέννες, γάμους και κηδείες, βλέπει σαν σε όνειρο ένα θεατρικό δρώμενο με τις δικές του προσδοκίες και τους φόβους του. Η παράσταση είναι στα πολωνικά με ελληνικούς υπέρτιτλους. Στις 16, 17 και 18 Ιουλίου στον χώρο Δ της Πειραιώς 260. Πειραιώς 260.

Σιν…εκφύλ αντισαιξπηρικό υβρίδιο

Ο μεταμοντερνισμός και τα εκθεμελιωτικά κατορθώματά του

Κριτική Γιάννης Βαρβέρης, Η Καθημερινή, 13/07/2008

Ο. Σαίξπηρ: Άμλετ, σκην.: Ελίζαμπεθ Λεκόντ. Θέατρο: The Wooster Group (στο «Πειραιώς 260» - Φεστιβάλ Αθηνών)

«Ερχονται οι Αμερικάνοι!» Και δύσκολο να τους αντέξεις μέχρι το τέλος - σε όλα. Το νεοϋορκέζικο Wooster Group κατόρθωσε να εξοντώσει τον «Αμλετ», τους ηθοποιούς του που εκμηδενίσθηκαν κάτω από τα χιλιάδες εφέ και τέλος να εξοντώσει τον καλόπιστο εκείνον θεατή που, ακούγοντας τον τίτλο, σπεύδει να ενωτισθεί το κλασικό αριστούργημα.

Το εγχείρημα ξεκίνησε από μία ιδέα που παριστάνει την αρτηρία, ενώ δεν είναι παρά ένα ισχνότατο φλεβίδιο: ό,τι λέγεται και πράττεται επί σκηνής αναπαράγει με υποτίθεται σχολιάζουσα κινησιολογική μίμηση παλαιότερες φιλμικές προσεγγίσεις του «Αμλετ» που προβάλλονται ταυτοχρόνως. Προεξάρχουσα εκείνη του σκηνοθετήσαντος Τζον Γκίλγουντ με τον Ρίτσαρντ Μπάρτον στον επώνυμο ρόλο (1964). Η παράσταση παρακολουθεί το φιλμ, μια άθλια κόπια, την οποία όποτε αποφασίζει η σκηνοθέτις την «τρέχει» ή τη σταματά. Οι ηθοποιοί, έξω από κάθε συνέπεια ρόλου, με παρδαλά ρούχα γελοίας διαχρονίας, επαναλαμβάνουν σαν νευρόσπαστα όλες τις κινήσεις της ταινίας στο μόνιτορ, ακόμα και τις δυστροπίες της παλιάς κόπιας. Οι σκηνές αλλάζουν με τρόπο σχεδόν ακατανόητο και εκτυλίσσονται με τρόπο εγγυημένα θορυβώδη: τροχήλατα αμαξίδια, ένα συρόμενο μεγάλο τραπέζι, άσχετα προς τη δράση πρόσωπα (μπρεχτικά, μαθές) και διάφορα ανεξήγητα praticabili «φλυαρούν» άνευ λόγου και παράγουν μεγαλύτερη σύγχυση απ’ αυτήν που προξενεί η ήδη κουραστική «αντίστιξη» ανάμεσα στην ταινία και στα θεατρικά δρώμενα.

Το περίπου πανδαιμόνιο επιδοτούν και άλλα δύο μόνιτορ που φιλοξενούν επίσης άσχετες βιντεοσκοπημένες μικρολεπτομέρειες, έτσι ώστε και ο αγγλομαθέστερος θεατής να πολυδιασπάται μεταξύ των πολλαπλών επιπέδων θέασης και ακρόασης. Υπό αυτούς τους όρους γελοιοποιούντος το έργο σχολιασμού, δεν μπορεί όπως καταλαβαίνετε να γίνει λόγος για οποιαδήποτε ανάγνωση του «Αμλετ». Εκεί που η τεχνολογία γεννάει την κακογουστιά και ο πληθωρισμός των άκριτων «ευρημάτων» καταπνίγει με επιμέλεια τον λόγο και τους χαρακτήρες, ο ολετήρας μεταμοντερνισμός γελάει σαρκαστικά επιχαίροντας για το σφαγιαστικό επίτευγμά του. Το Wooster Group υπόσχεται στο πρόγραμμα έναν «απόλυτα σύγχρονο αλλά και απόλυτα πιστό στο πρωτότυπο» Αμλετ. Προφανώς με το σύγχρονο εννοεί τον καταιγισμό των μέσων της τεχνολογίας και με το πρωτότυπο μάλλον άλλο πράγμα θηρεύει: την πάση θυσία πρωτοτυπία που ακκίζεται και μορφάζει πνίγοντας μέσα στην εντυπωσιοθηρική ανοησία της κάθε ίχνος από την ποίηση αλλά και την τραγική διάσταση του μεγάλου ελισαβετιανού. Η ποίηση αντικαταστάθηκε από δύσηχα τραγουδάκια και η τραγική διάσταση από το τραγικό αποτέλεσμα. Οσο για τους ελληνικούς υπέρτιτλους, εντελώς αποσπασματικούς αλλά καλομεταφρασμένους, πολλές φορές καλύπτονταν από τις μετακινούμενες σιδερένιες επιφάνειες.

Η παράσταση αυτή ήταν meaningless - το γράφω στη γλώσσα της κυρίας Λεκόντ και της ομάδας της εν είδει ραβασακίου, για να συνεννοηθούμε χωρίς πολλά λόγια. Αλλά φοβάμαι πως δεν πρόκειται να συνεννοηθούμε, γιατί εγώ νομίζω τα «αρτηριοσκληρωτικά» δικά μου κι εκείνοι νομίζουν πως θαυματουργούν με νεόκοπες μεγαλοφυείς συλλήψεις. Μα επιτέλους, χωριουδάκι της Ανατολίας ή «από τα Φράατα πέρα» είμαστε για να μας επιφυλάσσουν τέτοιο θέαμα «bon pour l’ Orient»;

Ευτυχώς ήδη παρατηρώ απέναντι σε τέτοιου είδους εγχειρήματα μια κόπωση και μια διστακτικότητα του κοινού, ολοένα ογκούμενες. Η εποχή που ο τσεκουροφόρος μεταμοντερνισμός επέβαλλε ενθουσιασμό και άμβλυνση κριτηρίων στο κοινό σιγά σιγά παρέρχεται και μάλιστα σε όλες τις τέχνες. Ο αποδέκτης, θεατής ή ό,τι άλλο, θέλει να ξανακούσει τα κείμενα, υπό άλλη οπτική γωνία ίσως, επαναστατική ή ρηξικέλευθη ίσως, αλλά να τα ξανακούσει. «Αμλετ» σαν τον φετινό θα τον δείχνει η κυρία Λεκόντ σε dvd στα εγγονάκια της, απαρηγόρητη επειδή τελικά δεν καταλάβαμε το μικρομεγαλείο της.

ΟΙ «ΟΡΝΙΘΕΣ» ΤΟΥ ΚΟΥΝ ΜΙΣΟ ΑΙΩΝΑ ΜΕΤΑ

Της Γιωτας Συκκα, Η Καθημερινή, 13/07/2008

Τέτοια αναταραχή δεν προκάλεσε καμία παράσταση στην Ελλάδα. Ηταν η πρώτη εμφάνιση του Θεάτρου Τέχνης στο Ηρώδειο με ένα σχήμα βασικών συντελεστών (Κουν, Τσαρούχης, Χατζιδάκις, Ραλλού Μάνου) που θα το ζήλευαν πολλοί στις μέρες μας. Μέχρι τότε, τα πρωτεία στο ρωμαϊκό ωδείο είχε το Εθνικό Θέατρο. Ο Κουν με τους συνεργάτες του πίστεψαν πολύ στους αριστοφανικούς «Ορνιθες» και όταν τελικά ανέβηκαν, Σάββατο 29 Αυγούστου του 1959, αναστάτωσαν τη ζωή της Αθήνας. Η εμφάνιση του ιερέα με καλυμμαύχι σε μια σκηνή θυσίας ήταν η σκηνή που πυροδότησε την αγανάκτηση μερίδας του κοινού, αλλά και ο χορός των πουλιών: «Απαντούσε εις την ευχήν του ιερέως υπέρ… “πάντων και πασών”, παρηχών το υπό του εκκλησιαστικού χορού λεγόμενον έπειτα από κάθε ευχήν αμήν».

Αυτά τα «ασεβή» έφταναν, όπως αποδείχτηκε, για να φέρουν τα πάνω κατω. Αποδοκιμασίες, «Αίσχος, στραματήστε, ντροπή…», από μια πλευρά του κοινού και από την άλλη η παρότρυνση κάποιων άλλων: «Συνεχίστε!».

«Βεβήλωσις»

Για «καλλιτεχνικόν σκάνδαλον εις το Ηρώδειο» έγραφε την επομένη η «Καθημερινή». «Βεβήλωσις» σιγοντάριζε στο πρωτοσέλιδό της η «Βραδυνή», ενώ ο Ραδιοφωνικός Σταθμός Αθηνών από νωρίς το πρωί της Κυριακής μετέδιδε την είδηση που συνέβαλε στο να γίνει εκείνη η παράσταση μύθος: «Ανακοινούται από το υπουργείον Προεδρίας της Κυβερνήσεως ότι κατ’ εντολήν του κ. Κωνσταντίνου Τσάτσου ματαιούται η δευτέρα παράστασις των “Ορνίθων” του Αριστοφάνους, η οποία επρόκειτο να δοθεί σήμερον Κυριακή και ώραν 20.30… Το χθες εμφανισθέν έργον ατελέστατα προπαρασκευασμένον απετέλεσε παραμόρφωσιν του πνεύματος του κλασικού κειμένου, ωρισμέναι δε σκηναί αυτού παρουσιάσθησαν κατά τρόπον προσβάλλοντα το θρησκευτικόν αίσθημα του λαού…».

Ο φιλοκυβερνητικός Τύπος γράφει για «απόπειρα κουμμουνιστικοποιήσεως του Αριστοφάνους», ενώ η «Επιθεώρηση Τέχνης» για σατραπική επέμβαση. Ο Μάριος Πλωρίτης στα «Νέα» προτείνει την αφαίρεση της σκηνής που προκάλεσε τέτοια αντίδραση, ο Τάσος Βουρνάς σημειώνει στην «Αυγή» πως «άδικα πασχίζουν οι από καθέδρας να μεταθέσουν το πρόβλημα που δημιούργησε η απαγόρευση των Ορνίθων από την πραγματική του βάση στον εστετισμό». ενώ ο Αιμίλιος Χουρμούζιος στην «Καθημερινή» υπογραμμίζει: «δεν ήταν καν ατυχής δοκιμή».

Εκείνη η ιστορική παράσταση με ένα φρεσκάρισμα φυσικά επιστρέφει και πάλι στο Ηρώδειο στις 20 και 21 Ιουλίου με τη σκηνοθετική επιμέλεια των Διαγόρα Χρονόπουλου, Κωστή Καπελώνη και Θοδωρή Γράμψα. Στους βασικούς ρόλους οι: Νίκος Μποσδούκος, Γιάννης Δεγαΐτης, Γιώργος Παπαδόπουλος, Δημήτρης Δεγαΐτης, Βασίλης Λέμπερος, Κώστας Βαλέντζας, Γιάννης Καρατζογιάννης, Μιχάλης Σαράντης κ.ά. Τα υπόλοιπα παραμένουν ίδια. Η μετάφραση - διασκευή του Βασίλη Ρώτα, τα σκηνικά του Γιάννη Τσαρούχη, η μουσική του Μάνου Χατζιδάκι και η χορογραφία της Ζουζού Νικολούδη όπως ήταν στο δεύτερο ανέβασμα.

Αναμέτρηση ακαδημαϊσμού και μοντερνισμού

Τώρα πια οι «Ορνιθες» δεν προκαλούν τα ίδια συναισθήματα. Ο συνδυασμός μπορεί να είναι πετυχημένος, ωστόσο η παράσταση δεν σηματοδοτεί ό,τι τόλμησε στον καιρό της: «Την ουσιαστική αναμέτρηση μεταξύ του ακαδημαϊσμού και μοντερνισμού», η οποία μάλιστα πήρε πολιτικές διαστάσεις. Ακόμη όμως και για εκείνη την εποχή, η λογοκρισία και ο θόρυβος λειτούργησαν ως η καλύτερη διαφήμιση για το μέλλον της. Η γελοιογραφία του Φωκίωνα Δημητριάδη που σατίριζε τον Κ. Τσάτσο (η γνωστή κότα με το λουρί) ήταν η πιο πετυχημένη της εποχής, ενώ με κάποιες διορθωτικές κινήσεις η παράσταση στην τελική της μορφή το 1962 βραβεύτηκε στο παρισινό Φεστιβάλ των Εθνών. Οι εφημερίδες του εξωτερικού -αντίθετα από τι δικές μας- έγραφαν ύμνους. «Τι ευτυχισμένο σύνολο, τι ελαφράδα σ’ αυτή την παράσταση, πόση χαρά στη σκηνοθεσία του Κ. Κουν» (Figaro - 5/7/62). «Το έργο ξανάρχεται σε μας όπως ήταν άλλοτε: Ενα υπαίθριο πανηγύρι, στο βασίλειο του γήινου χρώματος και της παιδικής χαράς. Ο Κ. Κουν, εμψυχωτής και σκηνοθέτης, έχει δίκιο να πιστεύει στις αιώνιες δυνάμεις της Φύσης» (Le Monde 4/7/62), ενώ το 1964 στο Φεστιβάλ Σαίξπηρ η Daily Mail τονίζει: «Θεσπέσιο θέαμα και μια απολύτως αντάξια αναβίωση ενός μεγάλου έργου».

Στην αναβίωση που επιχείρησε το 1997 το Θέατρο Τέχνης, με υπεύθυνους για τη σκηνοθετική επιμέλεια των «Ορνίθων» τον Γ. Λαζάνη και τον Μ. Κουγιουμτζή, ο τελευταίος μας είχε πει για το «καλλιτεχνικό σκάνδαλο» του 1959: «Η παράσταση έμεινε ιστορική για τους εξής λόγους: Κατ’ αρχάς ήταν μια συγκυρία πραγμάτων. Τάραξε τα λιμνάζοντα νερά ως προς το αρχαίο δράμα όπως έκανε και με το σύγχρονο θέατρο ο δημιουργός της. …Ο Κουν έδωσε άλλη χροιά και φόρμα, εντελώς αντίθετη με την ακαδημαϊκή νοοτροπία του Εθνικού».

Ανέτοιμοι

Μας είχε μιλήσει όμως και για τις ατέλειες του πρώτου ανεβάσματος στο οποίο συμμετείχε τόσο ο ίδιος όσο και ο Γ. Λαζάνης. Αυτές ενόχλησαν μεταξύ άλλων. «Η παράσταση εκείνη ήταν ανέτοιμη και δεν ήταν απόλυτο φταίξιμο δικό μας αλλά και του Ηρωδείου που δεν μας παραχωρήθηκε έγκαιρα. Ο Τσαρούχης, θυμάμαι, την τελευταία στιγμή κάλυψε το δάπεδο του θεάτρου - για να μη φαίνονται τα πλακάκια- με χαρτί σε παλ μπλε χρώμα, σαν ουρανός, για να πατάνε πάνω τα πουλιά. Δεν είχε χρόνο να κάνει κάτι πιο στέρεο». Βέβαια όταν άρχισαν να χορεύουν πάνω του οι «Ορνιθες» έγινε το κακό. Το χαρτί σχίστηκε, ενώ φάνηκαν κι άλλα. «Και στα κοστούμια τα φτερά ήταν πιασμένα με παραμάνες… Ο Μάνος πάλι είναι γνωστό ότι δούλευε μέχρι την τελευταία στιγμή. Εφερνε τις παρτιτούρες στο παρά πέντε. Βέβαια θεσπέσια μουσική, μεγαλοφυής, που ακόμη και σήμερα θεωρείται πρωτότυπη. Αλλά η προετοιμασία ήταν ελλιπής. Στην πρεμιέρα άλλα έπαιζε ο Μάνος, άλλα τραγουδούσε ο χορός. Και όμως, αυτές οι ατέλειες είχαν μεγάλη γοητεία». Σε εκείνο το ανέβασμα που έγινε το 1997 ο Μ. Κουγιουμτζής ήταν σαφής: «Προσπαθούμε να αναβιώσουμε την παράσταση όχι με τη μουσειακή έννοια. Κρατάμε την αισθητική και τους ρυθμούς, αλλά με μία σύγχρονη υποκριτική αντιμετώπιση».

«Κουβαλάει μύθο βαρύ»

Κάτι ανάλογο λέει στην «Κ» σήμερα και ο Διαγόρας Χρονόπουλος. «Δεν μπορείς να ξεφύγεις από την αρχική παράσταση. Αλλωστε η Ζουζού άφησε και στα χαρτιά τη χορογραφία της. Τα βασικά στοιχεία που ήθελε ο Κουν τα κρατάμε. Δεν είναι αναβίωση με την έννοια της μίμησης. Νομίζω πως η παράσταση βγήκε φρέσκια, ζωντανή, στο ύφος του Θεάτρου Τέχνης. Βέβαια, κουβαλάει μύθο βαρύ. Εγώ έζησα τις πρώτες επεισοδιακές στιγμές της. Ημουν στο δεύτερο προς το τρίτο έτος της σχολής και συμμετείχα στην παράσταση εκείνη. Μάλιστα πριν από λίγους μήνες συνέβη κάτι που με συγκίνησε. Ημουν στο υπόγειο της σχολής όπου είχαμε μεταφέρει όλα τα σκηνικά των «Ορνίθων» λίγο πριν ταξιδέψουμε στο Πεκίνο, για τις απαραίτητες διορθώσεις στα κοστούμια. Εκεί λοιπόν η ενδυματολόγος με φώναξε να δω κάτι που βρήκε. Οταν κατέβηκα στο υπόγειο και αντίκρισα ένα κοστούμι με φτερά και το όνομα Διαγόρας Χρονόπουλος που έγραψα ο ίδιος πριν από 49 χρόνια, καταλαβαίνετε πώς ένιωσα. Ηταν το ίδιο κοστούμι που ζωγράφισε επάνω μου ο Τσαρούχης».

Ο θόρυβος από εκείνη την παράσταση; «Υπερβολές. Τρία τέσσερα άτομα προκάλεσαν τον θόρυβο, φωνάζοντας “αίσχος” στο Ηρώδειο και, όπως είπαν μετά, ήταν βαλτοί. Οσο για τις ατέλειες, κανείς δεν στεκόταν σε αυτές. Ο Χατζιδάκις για παράδειγμα στις πρόβες έγραφε τη μουσική. Δεν τον ένοιαζε η τραγουδιστική τελειότητα των ηθοποιών όσο το πάθος και η ένταση. Εγώ πιστεύω στο ανέβασμα αυτών των παραστάσεων που άφησαν εποχή. Δεν αναφέρμαι μόνο σε αυτές του Θ. Τέχνης. Μακάρι να δούμε πάλι από το Εθνικό Θέατρο τον “Οιδίποδα επί Κολωνώ” του Μινωτή. Παραστάσεις του Βολανάκη, τους “Πέρσες” του Κουν...».

ΣΤΟ «ΦΩΣ» ΠΟΙΗΣΗΣ ΚΑΙ ΜΟΥΣΙΚΗΣ


Η «λαχτάρα για λίγο φως» οδήγησε τον ηθοποιό - σκηνοθέτη Κωνσταντίνο Κωνσταντόπουλο και τον τραγουδιστή - συνθέτη Τάση Χριστογιαννόπουλο στη δημιουργία της μουσικής - θεατρικής παράστασης «Το Αλφαβητάρι των Αστρων», όπου μεγάλοι Ελληνες ποιητές (Σεφέρης, Καβάφης, Ρίτσος, Καρούζος, Καββαδίας, Αναγνωστάκης, Μαλακάσης, Ουράνης) «συνομιλούν» με υπέροχα τραγούδια του Μίκη Θεοδωράκη. Ο Κων. Κωνσταντόπουλος, καλλιτέχνης, με γόνιμη, δημιουργική πορεία στο θέατρο, «διαβάζει» τα κείμενα.
Ο βαρύτονος Τ. Χριστογιαννόπουλος, με την πλούσια διεθνή πορεία και διακρίσεις - το 2004 προτάθηκε ως ο καλύτερος τραγουδιστής της χρονιάς από τους δημοσιογράφους της Ρηνανίας Βεστφαλίας και το 2005 βραβεύτηκε στο Ντίσελντορφ με το βραβείο του κοινού - ερμηνεύει τα τραγούδια, παίζοντας ο ίδιος στο πιάνο.«Το Αλφαβητάρι των Αστρων» παρουσιάζεται στις 21 Ιούλη (9 μ.μ.), στο Δημοτικό Κηποθέατρο Νίκαιας, στο πλαίσιο του «Πολιτιστικού Καλοκαιριού» του Δήμου Νίκαιας. Θ' ακολουθήσουν παραστάσεις: 26/7 Θέατρο Πέτρας, 9/8 Πόρτο Χέλι (Κτήμα Μάνεση), 7/9 Κηποθέατρο Παπάγου, 11/9 Θέατρο Ρεματιάς Χαλανδρίου. Με αφορμή τις παραστάσεις, έγινε η κουβέντα μας με τον Κωνσταντίνο Κωνσταντόπουλο.

  • Τι σάς οδήγησε σε μια παράσταση λουσμένη στο φως της ποίησης και της μουσικής, σε μια εποχή αντιποιητική, φαστ - φουντ παραγωγής και κατανάλωσης, σε μέρες στενάχωρες για τον πολιτισμό μας;

Ισως αυτό το Φως που λέτε... Η λαχτάρα για λίγο Φως... Είναι τόσο σκοτεινά όλα γύρω μας, που το φως της ποίησης και της μουσικής είναι μεγάλη παρηγοριά. Κι αυτό γιατί υποθέτουμε πως η ποίηση και η μουσική, οι μόνες ίσως αληθινές «θεϊκές» απόρροιες, ερχόμενες από ένα παρελθόν που θέλουμε να πιστεύουμε πως έχει τις ρίζες του στον Παράδεισο - εμπεριέχουν τις πληροφορίες για το μέλλον. Κάθε φορά που τα βρίσκω «σκούρα», σκοτεινά, ανατρέχω στους Στίχους και Ηχους της μουσικής και της ποίησης. Ολο κάτι καινούριο αλιεύω, όπως πρόσφατα ένα στίχο του Ρίτσου, που, απευθυνόμενος στον Ορφέα, αναρωτιέται: «Ποια η δικαίωση, λοιπόν, του τραγουδιού σου; Μήπως η στιγμιαία (εικονική και αυτή) συνοχή του φωτός και του σκότους;». Και εκεί βρίσκεται ο παρήγορος λόγος. Στην εκδοχή (αν όχι αποδοχή) αυτής της Συνοχής. Εστω και στιγμιαίας, έστω και εικονικής. Ευτυχώς, ο άνθρωπος ήδη ξέρει πως η Φύση ενώνει. Δε δια-χωρίζει...

  • Η ποίηση διαθέτει κύτταρα μουσικά και το αντίστροφο. Συχνά, αυτή η συγγένεια δίνει υπέροχους «καρπούς». Η συνάντηση του Μίκη Θεοδωράκη με κορυφαίους ποιητές το έχει αποδείξει...

Ναι, θα έλεγε κανείς πως όλα είναι ποίηση και όλα τείνουν να είναι μουσική. Με κοινό παρονομαστή τον ρυθμό, που είναι μεγάλος θεραπευτής, μέγας γιατρός. Οι καρποί της συνάντησης του Θεοδωράκη με τους Ποιητές είναι μια «εξαιρετική» σοδειά που ωρίμασε μέσα σε κοινωνικές συνθήκες, που σύνθημά τους είχαν το Εμείς και όχι το Εγώ! «Ημασταν όλοι μαζί...», λέει στο «Χάρης 1944» ο Μ. Αναγνωστάκης. Βέβαια, ο «εχθρός» τότε ήταν ορατός, συγκεκριμένος. Ο πόλεμος επίσης... Ενώ τώρα ο πόλεμος είναι γύρω μας - μεταμφιεσμένος σε ειρήνη. Ο αντίπαλος σε ξεγελά, σου παριστάνει το φίλο, σε αναγκάζει να του μοιάσεις. Μεγαλώνει έτσι η σύγχυση, το τοπίο γίνεται ομιχλώδες. Χρειάζονται μεγάλα κουράγια για να μη χάσεις την πίστη σου, να μην σε πείσει ο εχθρός πως είσαι μόνος και κυρίως πως δεν υπάρχει!

  • Η επαφή, η όσμωση ποίησης και μουσικής, που άνθισε κυρίως στην ελληνική δημιουργία τη δεκαετία του '60 και αργότερα, τι συνέπειες είχε για τη χώρα μας και σε πολιτικό και κοινωνικό επίπεδο;

Γεννήθηκαν μεγάλα έργα, ελληνικά, που όρισαν την ταυτότητα του τόπου μας και έδωσαν νόημα στις ζωές τόσων ανθρώπων. Εδωσαν δύναμη, πίστη, ελπίδα, χαρά. Βοήθησαν τόσους ανθρώπους να αντέξουν! Θα έπρεπε να νιώθουμε ευγνωμοσύνη για αυτούς τους Δημιουργούς. Οραματίστηκαν ένα καλύτερο αύριο κι έκαναν τον κόσμο να το πιστέψει και αυτός. Τι έμεινε απ' όλο αυτό, είναι μια άλλη ιστορία... Οπως είπαμε, ο εχθρός «μεταμφιέστηκε». Δεν πολεμά πια σώμα με σώμα. Ξέρει πως έτσι θα χάσει, θα νικηθεί. Ντύθηκε λοιπόν γυναίκα - το όνομα αυτού Ειρήνη - και περιφέρεται αγνώριστος. Από τα πεδία των μαχών προτιμά τώρα τις πόλεις. Από τον εξωτερικό χώρο μεταφέρθηκε στον εσωτερικό. Από τα έξω στράφηκε προς τα μέσα. Τόσο μέσα που δε φαίνεται ούτε στον καθρέφτη. Λέει στην «Αφήγηση» ο Γ. Σεφέρης: «...τον άκουσαν να μιλά για σπασμένους καθρέφτες πριν από χρόνια, για σπασμένες μορφές μέσα στους καθρέφτες που δεν μπορεί να συναρμολογήσει πια κανείς...». Το χειρότερο είναι πως τον συνηθίσαμε αυτόν τον πόλεμο. Και όπως έλεγε ο Αριστοτέλης «η συνήθεια είναι η δευτέρα φύσις του ανθρώπου». `Η «ο μεγαλύτερος εχθρός του ανθρώπου», όπως προειδοποιούσε ο Λένιν, που προφανώς θα είχε κατά νου τα λόγια του σοφού προγόνου μας...

  • «Καιρός του σπείρειν, καιρός του θερίζειν», λέει ο Σεφέρης στο «Αλφαβητάρι των Αστρων»... Τι οφείλουμε να σπείρουμε για να θερίσουμε ωφέλιμους καρπούς;

Υποθέτω τους σπόρους των «ωφέλιμων καρπών», εκείνων που διασφαλίζουν το μέλλον, την ευτυχία. Με σεβασμό όμως και στο χωράφι του αλλουνού, που μπορεί να σπέρνει άλλον ωφέλιμο, δικό του καρπό, που ίσως και επειδή δεν τον γνωρίζουμε, δεν είναι της αρεσκείας μας. Σε κάθε περίπτωση, τα χωράφια που θα παραδώσουμε στους επόμενους οφείλουμε να είναι ακόμα καλλιεργήσιμα. Ας συμφιλιωθούμε με την ιδέα πως ο σπόρος - μιας και εφόσον μεταφέρει την πληροφορία - ανήκει στην κατηγορία του πνεύματος και όχι της ύλης. Κι ας επιτρέψουμε στη Φύση να συνεχίσει το πείραμά της...


[Ρουμπίνη ΣΟΥΛΗ, Ριζοσπάστης, 13/07/2008]

Καλοκαίρι με «Ζακυνθινές ομιλίες», με την Ελένη Γερασιμίδου


...«Κριτάδες μου, σας προσκυνώ, εδώ είμαι να μιλήσω, το δίκιο του Αλέξιου να σας επαραστήσω. Είναι μεγάλο άδικο, μεγάλη αδικία, και πρέπει να βγει ελεύθερος για τούτη την αιτία»...

...«Γυρεύω αδελφέ την ψείρα μου που 'μαι πτωχός να ζήσω. Μα σα σε πνίγουν αδελφέ θες και να μην μιλήσω; Τη σήμερον αν δε μιλείς σε κάνουνε Οβραίο. Το πώς τον εφοβήθηκες γκιούστο τον βρωμονέο...».

Τα παραπάνω αποσπάσματα είναι από ένα ιδιότυπο είδος θεατρικών έργων, που συναντάμε στη Ζάκυνθο, τις λεγόμενες Ομιλίες. Πρόκειται για υπαίθριες παραστάσεις που κάνουν απλοί άνθρωποι του λαού, κυρίως, αλλά όχι μόνο, κατά την περίοδο του καρναβαλιού για «ξεφάντωμα των φίλων». Το λαϊκό αυτό θέατρο αναπτύχθηκε στο νησί σχεδόν παράλληλα με το λόγιο θέατρο και ήταν ίσως η πιο αγαπημένη διασκέδαση των ανθρώπων του μόχθου.

  • Λαϊκό θέατρο

Το θέατρο γεννήθηκε σαν ένα ολότελα ερασιτεχνικό φαινόμενο με δύο μορφές - όπως επισημαίνει ο Αλέξης Σολομός στο Θεατρικό Λεξικό - «την αριστοκρατική, που αφορά παραστάσεις μέσα στα μέγαρα των αρχοντάδων από πλανόδιους ιταλιάνικους θιάσους ή ντόπιους φιλότεχνους, και τη λαϊκή, που ταυτίζεται με το έθιμο του υπαίθριου θεατρικού δρώμενου όπως είναι οι Ζακυνθινές Ομιλίες. Δύο είναι οι βασικές ξένες επιδράσεις: Η ιταλική και η κρητική, με τη στιχουργία, τη γλώσσα και το ηθογραφικό της αίσθημα. Μετά το πάρσιμο της Κρήτης απ' τους Τούρκους (1669), οι Εφτανησιώτες γίνονται οι επίσημοι σκευοφύλακες και διάδοχοι της κρητικής λογοτεχνικής παράδοσης και πολλά από τα ποιητικά και θεατρικά της προϊόντα επιζούνε στην Κέρκυρα, στην Κεφαλονιά και ιδιαίτερα στη Ζάκυνθο, χάρη στους διανοούμενους αριστοκράτες και στους κεφάτους ποπολάρους. Στους τελευταίους μάλιστα οφείλονται και οι περίφημες "Ομιλίες"».

Ακόμη και σήμερα είναι δύσκολο να προσδιοριστεί με σιγουριά η καταγωγή τους. Οι διάφορες γνώμες που κατά καιρούς διατυπώνονται, παραμένουν απλές εικασίες. Η επιρροή τους από την Κομέντια ντελ άρτε είναι πολύ πιθανή. Το μόνο σίγουρο πάντως είναι ότι οι «Ομιλίες» παίζονται στη Ζάκυνθο από τα μέσα περίπου του 17ου αιώνα. Οι παλιότεροι μελετητές στήριζαν αυτή την άποψη σε μια μαρτυρία του Γαήτα, που έλεγε ότι οι «Ομιλίες» «Ερωφίλη», «Θυσία του Αβραάμ» και «Γαϊδουροκαβάλα» παίζονταν στο νησί από την εποχή της Βενετοκρατίας.
Στις «Ομιλίες» έπαιζαν πάντα ερασιτέχνες ηθοποιοί: Γεωργοί, έμποροι, τεχνίτες. Στο τέλος κάθε παράστασης γύριζε κάποιος με δίσκο και μάζευε χρήματα τα οποία μοιράζονταν μεταξύ τους. Μερικοί μάλιστα γίνονταν τελικά «επαγγελματίες», όπως ο Μυλωνόπουλος, ο οποίος είχε μανία με τις «Ομιλίες» και τις έπαιζε κάθε χρόνο στα πλαίσια του Καρναβαλιού. Αξίζει να σημειωθεί ότι οι ηθοποιοί που παίζουν είναι πάντα άντρες, ακόμα και στους γυναικείους ρόλους. Συνήθως, χρησιμοποιούνται υποτυπώδη ή καθόλου σκηνικά, και δίνεται ιδιαίτερη έμφαση στο λόγο και στην κίνηση, με τη θεματολογία να κινείται σχεδόν πάντα σε σατιρικές αποδόσεις της καθημερινότητας.
Ο Διονύσιος Ρώμας περιγράφει ένα απρόοπτο περιστατικό: «Θυμάμαι εγώ ο ίδιος» - έγραφε - «μιαν "ομιλία" που παρακολούθησα παιδί, εδώ και κάπου πενήντα χρόνια. Ηταν ο "Κρίνος και η Ανθία" κατά την οποία το παλικάρι κλέβει τη βασιλοπούλα και καταλήγει στο Κριτήριο. Με αγωνία περιμένει η Ανθία τριγυρισμένη από την Αυλή της. Λες και τη βλέπω την καημένη ν' αγανακτεί για τη θανατική καταδίκη του αγαπημένου της και μουντζώνοντας να σκούζει: "Τον Κρίνο εδικάσατε; Ορσεεε τσοι δικαστάδες!!!". Συγχρόνως, όμως, η απότομη κίνηση του φασκελώματος παραμέρισε λίγο τη μάσκα και λάμψανε στο φως του ήλιου οι αρειμάνιες ξανθές ...μουστάκες της».

  • «Ομιλίες» με έντονο κοινωνικό περιεχόμενο

Αρχικά οι λαϊκοί θίασοι χρησιμοποιούσαν στο ρεπερτόριό τους έργα του Κρητικού Θεάτρου, όπως τον «Ερωτόκριτο», τη «Θυσία του Αβραάμ», την «Ερωφίλη». Με τον καιρό άρχισε να δημιουργείται καθαρά ζακυνθινό ρεπερτόριο. Από τις πρώτες «Ομιλίες» που γνωρίζουμε είναι: «Γαϊδουροκαβάλα», «Κεφαλονίτες», «Αλέξης και η Χρυσαυγή», «Τα πάθη του Απολλωνίου εν Ταύρω», «Ο Κρίνος και η Ανθία», «Ο Γάμος του Κοντογιαννάκη μετά της Αγγελικής Μότζη». Στα 1790 ο Δημήτρης Γουζέλης, σε ηλικία μόλις 16 χρόνων, έγραψε τον περίφημο «Χάση». Πέντε χρόνια αργότερα διόρθωσε την κωμωδία του έτσι ώστε να μπορεί να παίζονται σκηνές σαν «Ομιλίες». Με τον «Χάση» οι Ομιλίες παίρνουν καθαρά ζακυνθινό χαρακτήρα. Δεν έχουμε πια υποθέσεις με βασιλιάδες και βασιλοπούλες. Στο «Χάση» παρουσιάζεται ένας αντιπροσωπευτικός τύπος Ζακυνθινού ψευτοπαλικαρά, πολυλογά και καυχησιάρη. Αλλά και «Οι Γιαννιώτες», η «Κωμωδία των Ψευτογιατρών» που γράφτηκαν το 1745 από τον Σαβόγια Ρούσμελη, όπως και το «Ιντερμέδιο της Κυράς Ελιάς Ρουφιάνας και Μηλιάς Κορασίδας» του ίδιου συγγραφέα, αντλούν το περιεχόμενό τους από τη Ζάκυνθο του καιρού τους. Το πρώτο μάλιστα έργο, με έντονο κοινωνικό περιεχόμενο, στρέφεται εναντίον των ψευτογιατρών, μιας ολόκληρης τάξης που αποτελούσαν μάστιγα για την κοινωνία εκείνης της εποχής.

«Το Ζακυνθινό Λαϊκό Θέατρο» - γράφει στην εισαγωγή του Α΄ τόμου με «Ομιλίες», των εκδόσεων «Θέατρο Αβούρη», ο Διονύσιος Φλεμοτόμος - «αντιστάθηκε στη φθορά του χρόνου και άντεξε γιατί ήταν αληθινό, μια και βγήκε κατευθείαν μέσα από την ψυχή των απλών ανθρώπων που το δημιούργησαν». Και επισημαίνει ο Δ. Φλεμοτόμος την ανάγκη να παρουσιάζονται οι «Ομιλίες» και σήμερα στο φυσικό τους τόπο, τους δρόμους και τις πλατείες και ότι θα ήταν σφάλμα να ανέβουν στη σκηνή με προβολείς και μικρόφωνα. «Η προσαρμογή της Ομιλίας» - λέει - «σε σύγχρονη θεατρική και αισθητική, είναι ασέβεια και επιπολαιότητα και θα καταστρέψει σίγουρα μια μορφή έκφρασης που ξέρει καλά να κάνει και χωρίς αυτά».

  • Καυστική σάτιρα

Κατά καιρούς, πάντως, γίνεται προσπάθεια να παρουσιάζονται και σύγχρονες «Ομιλίες», πέρα από την παρουσίαση των παλιών «Ομιλιών». Πολλοί πιστεύουν ότι ναι μεν πρέπει να καταγραφούν πριν χαθούν όλα τα παλιά κείμενα, αλλά συγχρόνως να ενισχυθεί με κάποιο τρόπο η διάθεση να παραχθούν καινούρια. Αλλωστε, οι «Ομιλίες» σχολίαζαν καταστάσεις και γεγονότα της εποχής τους. Για να μη μιλάμε για αναβίωση των «Ομιλιών», καλό είναι να συνεχιστούν αυτές καταγράφοντας σύγχρονα ζητήματα.

Η Ελένη Γερασιμίδου παρουσιάζει το φετινό καλοκαίρι τις κωμωδίες «Πρώτη νύχτα γάμου», «Ντοτόρος» και «Τα Πιστρόφια της Νύφης» του Ζακυνθινού συγγραφέα Νίκου Γουσέτη με γενικό τίτλο «Ζακυνθινές Ομιλίες».

«Διαλέξαμε» - σημειώνει η Ελένη Γερασιμίδου - «τις συγκεκριμένες Ομιλίες πιστεύοντας στην αυθεντική κωμικότητά τους, στην καυστική σάτιρα και κυρίως γιατί θέλουμε να ξεφαντώσουμε με τους φίλους μας, δηλαδή με τους θεατές των παραστάσεών μας. Στην παράστασή μας διατηρούμε τα βασικά χαρακτηριστικά του παραδοσιακού αυτού είδους τιμώντας έτσι ένα αξιόλογο κομμάτι της πολιτιστικής κληρονομιάς μας».

Παίζουν: Ελένη Γερασιμίδου, Αντώνης Ξένος, Αγγελική Ξένου, Δημήτρης Προδρόμου, Αδριανή Τουντοπούλου. Με τη συνοδεία ζωντανής μουσικής. Καλλιτεχνική επιμέλεια: Ελένη Γερασιμίδου. Σκηνικά: Ντίνος Παρηγόρης. Κοστούμια: Κώστας Βελινόπουλος. Χορογραφίες: Σίμων Πάτροκλος.


[Σοφία ΑΔΑΜΙΔΟΥ, Ριζοσπάστης, 13/07/2008]

«Τέττιγες»: Δημητρίου Κ. Βυζαντίου «Ο κόλαξ»

«Ο κόλαξ» με το θίασο «Τέττιγες»
Ο θίασος «Τέττιγες» στις 15/7 θα παρουσιάσει στο θέατρο «Πέτρα», στο πλαίσιο του Φεστιβάλ του Δήμου Πετρούπολης, στις 16/7 στο Λουτράκι και στις 17/7 στο πλαίσιο του «Πολιτιστικού Καλοκαιριού Νίκαιας» (Κηποθέατρο Νίκαιας) την κωμωδία του Δημητρίου Κ. Βυζαντίου «Ο κόλαξ». Στη συνέχεια θα περιοδεύσει σε άλλα φεστιβάλ και σε νησιά του Αιγαίου.
Σήμερα, που πολλοί χλευάζουν την έννοια «παράδοση», άλλοι από άγνοια, άλλοι από μόδα, άλλοι από ξενολατρία, η καυστική κωμωδία του Βυζαντίου έχει να πει πολλά ...για το σήμερα. Ο συγγραφέας της «Βαβυλωνίας» (της «εθνικής» κωμωδίας μας, όπως έχει χαρακτηριστεί), στον «Κόλακα» (πρωτοδημοσιεύτηκε το 1858), ηθογραφεί καταγγελτικά τα κακώς κείμενα στη δημόσια διοίκηση του ελληνικού κράτους. Κακώς κείμενα, παρόμοια με τα σημερινά. Το πρωταγωνιστικό πρόσωπο του έργου είναι ένας βλαξ και αγράμματος κολαούζος ισχυρού πολιτικού παράγοντα, που διορίζεται σε υψηλή δημόσια θέση, φαινόμενο και των ημερών μας. Το σπίτι του γίνεται θερμοκήπιο παρασίτων, απατεώνων, κάθε λογής αεριτζήδων. Ομοιο «φύραμα» είναι και η γυναίκα του, μια ξενομανής μαϊμού που θαρρεί πως με τα λούσα κρύβονται η αμορφωσιά, η βλακεία, η κουτοπονηριά, η πλεονεξία και η διαφθορά. Διαφθορά, που ως νόσημα λοιμώδες εξαπλώνεται επικίνδυνα, αφού οι ατιμώρητοι φορείς τη μεταδίδουν και αλλού, δημιουργώντας κι άλλες εστίες κοινωνικής «μόλυνσης».
Ο θίασος «Τέττιγες» συνεχίζει να στρέφεται στη θεατρική μας παράδοση, να αναζητά τις «ρίζες» της, ξέροντας ότι μόνο με τη σοβαρή αντιμετώπιση της παράδοσής μας μπορούμε να οικειοποιηθούμε δημιουργικά κάθε ξένη κατάκτηση. Οτι με την παράδοση πολεμούνται τα ξενομανή μαϊμουδίσματα. Οτι κάθε τι ιθαγενές είναι ουσιαστικό. Οτι το παραδοσιακό συμπορεύεται με το κλασικό. Οτι τίποτα δεν είναι πιο μοντερνιστικό από τη σοβαρή αντιμετώπιση και των δύο. Οτι το θέατρο δεν προχωρά μόνο με μεγάλα, γνωστά ονόματα, αλλά και με το έργο ταπεινών εργατών του.
Το έργο ανεβάστηκε σε δραματουργική επεξεργασία-σκηνικά Στέλιου Γούτη, σκηνοθεσία Λεωνίδα Βαρδαρού, κοστούμια Λίλης Θεοδωράκου, μουσική επιμέλεια Ορέστη Χατζηνάκη. Παίζουν: Πάνος Ξενάκης, Κωνσταντίνα Κούτσιου, Κώστας Τσουβάρας, Λεωνίδας Βαρδαρός, Γιώργος Σώχος, Μιχάλης Θεοδώρου, Βίλμα Δονούπογλου.

ΚΘΒΕ Ο "θολός" Ορέστης

Φεύγοντας προχθές από το Θέατρο Δάσους, όπου δόθηκε η πρεμιέρα του “Ορέστη” του Ευριπίδη από το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος, ήμασταν απογοητευμένοι...
Η σκηνοθετική ματιά του σκοπιανού Σλόμποταν Ουγκόφσκι δεν κατάφερε να μας παρασύρει. Μολονότι δημιούργησε ένα εξαιρετικό φινάλε -οι άνθρωποι στην προσπάθειά τους να εξοντώσουν τους θεούς (ή τις τύψεις τους) αλληλοεξοντώνονται-, το μεγαλύτερο μέρος του έργου κύλησε κουραστικά και το δράμα εξαλλασσόταν με… κωμωδία.
Σε ένα λιτό σκηνικό (Μέτα Χοτσέβαρ), όπου δύο μεγάλες αλουμινένιες πλάκες αναπαριστούν ένα παλάτι-καράβι, ο Ορέστης (Λάζαρος Γεωργακόπουλος) παλεύει με τις τύψεις του, αφού έχει μόλις σκοτώσει τη μητέρα του Κλυταιμνήστρα. Μόνον η αδερφή του Ηλέκτρα (Λυδία Φωτοπούλου) και ο φίλος του Πυλάδης (Αλέκος Συσσοβίτης) τού συμπαραστέκονται. Ούτε ο θείος του Μενέλαος (Κίμων Ρηγόπουλος), ούτε ο παππούς Τυνδάρεως (Γιάννης Κρανάς). Όταν ο λαός καταδικάζει τα δύο αδέρφια σε θάνατο, ο Πυλάδης αρνείται να τους εγκαταλείψει και οι τρεις τους καταστρώνουν ένα σχέδιο για τη σωτηρία τους. Επιχειρούν να σκοτώσουν την Ελένη (Ναταλία Δραγούμη), την οποία όμως σώζει σε ένα σύννεφο ο θεός Απόλλωνας (Βασίλης Μπισμπίκης).
Οι ηθοποιοί ντυμένοι με κοστούμια (Αντζελίνα Άτλαγκιτς) που παρέπεμπαν σε διάφορες δεκαετίες και με συνοδεία τη μουσική σύνθεση του Νίκου Βουδούρη από ήχους, που δημιουργούσαν ένα μεταφυσικό σκηνικό, είχαν μια υπερβολική και ακατανόητη κινησιολογία. Βλέπαμε σώματα που “ξεβιδώνονταν” περίεργα, όπως αυτό της κ. Φωτοπούλου, η οποία ωστόσο τόνιζε με τη φωνή της κάθε συναίσθημα. Ο οδυρμός του Γεωργακόπουλου, όσο και αν το πάλεψε, μετά από ένα σημείο έγινε κουραστικός, ο χορός ήταν μάλλον ανύπαρκτος, οι υπόλοιπες ερμηνείες πέρασαν αδιάφορα και κάπου εκεί εμφανίστηκε και ένας Ινδός! Η Αγγελική Παπαθεμελή ερμήνευσε αξιόλογα ένα άφυλο πλάσμα, αλλά δεν καταλάβαμε γιατί το έργο ξαφνικά μετατράπηκε σε παρωδία! Κάτι ανάλογο ακολούθησε και με την είσοδο του Απόλλωνα και της Ελένης, που εμφανίστηκαν σαν ποπ σταρ (κάτι από Ρουβά θύμιζε ο Μπισμπίκης!). Μετά από όλα αυτά, το φινάλε έμοιαζε να προέρχεται από άλλη παράσταση…
[της Έλσας Σπυριδοπούλου, Μακεδονία, 11/07/2008]

ΜΙΑ ΠΟΛΗ ΞΑΝΑΧΟΡΕΥΕΙ ΜΕΧΡΙ ΤΕΛΙΚΗΣ ΠΤΩΣΕΩΣ


Στον ΓΙΩΡΓΟ ΚΑΡΟΥΖΑΚΗ, Ελευθεροτυπία / 2, 12/07/2008

Ξεκινάει την Παρασκευή το καταξιωμένο διεθνώς φεστιβάλ της μεσσηνιακής πρωτεύουσας. Διαλέξαμε και σας παρουσιάζουμε δύο από τα χάι-λάιτ του: τη νοτιοαφρικανική ομάδα Via Katlehong και τον Ισραηλινό χορογράφο Χόφες Σέκτερ

O Γάλλος χορογράφος Κριστιάν Ριζό, που είδαμε πέρσι πρώτη φορά στο Φεστιβάλ Αθηνών στην Πειραιώς, επιστρέφει φέτος στην Καλαμάτα συνεργαζόμενος με την ομάδα «Via Katlehong»
Ενα χαμόσπιτο και μια τουαλέτα που μοιράζονταν μέχρι και πέντε οικογένειες, φτώχεια, βία, ανεργία και εγκληματικότητα. Αυτές είναι οι αναμνήσεις του Vusi Mdoyi από τα παιδικά του χρόνια στα γκέτο της Νότιας Αφρικής. Ο Vusi Mdoyi, που μας μίλησε τηλεφωνικά απ' το Αμστερνταμ, δεν θυμάται τυχαία τα γκέτο της παιδικής του ηλικίας. Από τη φτώχεια και τη βία άντλησε δύναμη για να δημιουργήσει μαζί με αρκετούς ακόμα συνομηλίκους του τη χορευτική κολεκτίβα «Via Katlehong». Η ομάδα πήρε το όνομά της από το υποβαθμισμένο προάστιο Katlehong. Δημιουργήθηκε το 1992 από νέους ανθρώπους που ανατράφηκαν στα αφρικανικά γκέτο κυνηγημένοι από το απαρτχάιντ.
Το βράδυ της Κυριακής 20 και της Δευτέρας 21 Ιουλίου οι «Via Katlehong» θα παρουσιάσουν στο Αμφιθέατρο Κάστρου Καλαμάτας, στο 14ο Διεθνές Φεστιβάλ Χορού της μεσσηνιακής πρωτεύουσας, τη συνεργασία τους με δύο κορυφαίους χορογράφους, τον Γάλλο Κριστιάν Ριζό στο έργο «Toutes sortes de deserts» και την πολιτικοποιημένη Νοτιοαφρικανή Ρόμπιν Ορλίν στη χορογραφία «Still life with homeless heaven and urban wounds...»
Η ιστορία των «Via Katlehong» είναι στενά συνδεδεμένη με την ταραγμένη πολιτική κατάσταση στη Νότια Αφρική. Στη δεκαετία του '60, το καθεστώς του απαρτχάιντ μετακινούσε με τη βία τους έγχρωμους πληθυσμούς μακριά από τα μεγάλα αστικά κέντρα και τις περιοχές των λευκών, στις «townships», ειδικές ζώνες εκτός πόλεων. Σε αυτά τα προάστια γεννήθηκε από την ορμή των νεαρών μαύρων η εναλλακτική κουλτούρα «παντσουλά», κωδική ονομασία για την επαναστατική νεολαία των προαστίων. Μια κουλτούρα ανάλογη του χιπ-χοπ, με παρόμοιες πολιτικές, μουσικές, χορευτικές και ενδυματολογικές εκφάνσεις. Ειδικότερα ο χορός «παντσουλά» εμπεριέχει τη διαμαρτυρία της νεότερης γενιάς για τη ζωή στα γκέτο και τις σκληρές μέρες του απαρτχάιντ. Οι «Via Katlehong» ανέβασαν τον δυναμικό χορό του δρόμου στη σκηνή, μπολιάζοντάς τον, όμως, με παραδοσιακούς ρυθμούς από χορούς των Ζουλού, σφυρίγματα, κλακέτες και τον «Gumboots», τον χορό διαμαρτυρίας που επινόησαν τη δεκαετία του '50 οι εργάτες των ορυχείων χορεύοντας με τις μπότες από καουτσούκ που φορούσαν στα ορυχεία.
  • Παραδόσεις
Αυτή τη φορά, όμως, οι «Via Katlehong» δεν θα μεταφέρουν στο Κάστρο της Καλαμάτας την ωμή ενέργεια από τους δρόμους των γκέτο. Η πνευματικότητα της Μαύρης Ηπείρου συνδυασμένη με την κουλτούρα «παντσουλά» και τις μακραίωνες αφρικανικές παραδόσεις κινητοποίησαν τους δυο χορογράφους για να συνεργαστούν με τη χορευτική κολεκτίβα.
Πολύχρωμη, γεμάτη αφρικανική δύναμη είναι η χορογραφία της Ρόμπιν Ορλίν για την κολεκτίβα «Via Katlehong»
«Η δουλειά μας με τον Ριζό και την Ορλίν είναι αρκετά ενδιαφέρουσα, αλλά εντελώς διαφορετική από ό,τι έχουμε παρουσιάσει μέχρι σήμερα. Είμαστε χορευτές που βασιστήκαμε στην ωμή ενέργεια. Ο Κριστιάν Ριζό θέλησε να τη μεταμορφώσει σε κάτι ευγενέστερο», λέει ο Vusi Mdoyi και εξηγεί: «Εχει κρατήσει ένα πολύ μικρό μέρος, στην αρχή και στο τέλος, από το χορευτικό ύφος της ομάδας. Ενώσαμε τις δυνάμεις μας, τις διαφορετικές εμπειρίες και καταγωγές μας, για να φέρουμε ένα κομμάτι ζωής στη σκηνή». Ο Κριστιάν Ριζό αξιοποιεί ποικίλα είδη χορού. Η παράσταση ξεκινά μ' ένα χορευτή με μπότες εργάτη ορυχείου μόνο του στη σκηνή. Συνεχίζεται με τους εννέα χορευτές να αλλάζουν χορευτικά είδη και δυνατές συναισθηματικές καταστάσεις. Οι ρυθμικές και επιθετικές κινήσεις εναλλάσσονται με ευγενικές και ήρεμες χειρονομίες, καθώς οι χορευτές στροβιλίζονται, κρατούν ο ένας τον άλλον ή πέφτουν αδύναμοι στη σκηνή... [συνεχίζεται]

ΡΕΝΑΤΕ ΤΖΕΤ: Η ΕΛΛΕΙΨΗ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ ΜΑΣ ΚΑΝΕΙ ΤΕΡΑΤΑ

[Συνέντευξη στην ΙΩΑΝΝΑ ΚΛΕΦΤΟΓΙΑΝΝΗ, Ελευθεροτυπία / 2, 12/07/2008]

Την Αυστριακή Ρενάτε Τζετ, που στην Ελλάδα γνωρίζουμε μονομερώς με την ιδιότητα της σκηνοθέτιδος, την πρωτοείδα πάνω στη σκηνή ως ηθοποιό.
Ρενάτε Τζετ: Αυτό που ανακάλυψα, με μεγάλη μου χαρά, είναι ότι οι Ελληνες ηθοποιοί είναι ανοιχτοί να ανακαλύψουν νέους τρόπους έκφραση
Ηταν η κατάξανθη νευρώδης παρουσία στο «Καθαροί πια» της Σάρας Κέιν, τη συγκλονιστική παράσταση του «τρομερού παιδιού» του πολωνικού θεάτρου, Κριστόφ Βαρλικόφσκι, που κάποιοι τυχεροί είδαμε τον Απρίλιο στη Θεσσαλονίκη, στο πλαίσιο της συνάντησης για το 13ο Ευρωπαϊκό Βραβείο Θεάτρου -επ' ευκαιρία, μη χάσετε το «Krum» που φέρνει ο εμπνευσμένος 46χρονος Πολωνός από την Τετάρτη στην «Πειραιώς 260», στο Φεστιβάλ Αθηνών.
Η Τζετ ερμήνευε εμβόλιμα, σαν μια εισαγωγή-δυναμίτη στο έργο, τον μονόλογο της Κέιν «Λαχταρώ». Αργότερα επανερχόταν ανάμεσα στους ηθοποιούς σαν μια φιγούρα που παρατηρούσε τα πάντα, χωρίς όμως να μπορούν οι άλλοι να τη δουν. Τραγουδούσε τα τζαζ-μπλουζ μουσικά ιντερμέντζα σε ένα σκηνικό γεγονός που ζητούσε επιτακτικά την αποφόρτιση. Ο ηλεκτρισμός της ερμηνείας της -στην πρόζα και στο τραγούδι- μεταβιβαζόταν στο ακέραιο στην πλατεία.
Την κοσμοταξιδεμένη σκηνοθέτιδα και πρωταγωνίστρια την πρωτοανακάλυψε ο Δημήτρης Τάρλοου. Και πρόπερσι την κάλεσε να σκηνοθετήσει στο θέατρό του, το «Πορεία», το «The Man Who» των Πίτερ Μπρουκ και Μαρί Ελέν Εστιέν. Η δεύτερη σκηνοθεσία της επί ελληνικού εδάφους είναι το «Κουαρτέτο» του Χάινερ Μίλερ, το οποίο με Μερτέιγ την Μπέτυ Αρβανίτη και Βαλμόν τον Χρήστο Στέργιογλου, από την Τρίτη ώς την Κυριακή, θα παρουσιάζεται στο «Σχολείον» (η μετάφραση είναι της Ελένης Βαροπούλου). Μια εξαιρετική ευκαιρία να κάνουμε συγκρίσεις, με απόσταση ενός μόλις χρόνου, με το τέλεια στιλιζαρισμένο «Κουαρτέτο» του Ρόμπερτ Ουίλσον, που ευτύχησε να έχει πρωταγωνιστές την Ιζαμπέλ Υπέρ και τον Αριέλ Γκαρσία Βαλντές και είδαμε στο θέατρο «Ολύμπια».
Την Τζετ τη βρήκα στις πρόβες του «Κουαρτέτου» μπαϊλντισμένη, σχεδόν νευριασμένη από την αφόρητη ζέστη της Αθήνας. Μαζί της το σκυλάκι της, ένα τόσο δα ζωντανό, που κουβαλάει μαζί της όπου κι αν δουλεύει, στην Αυστρία, στην Πολωνία, τη Γερμανία, τη Γαλλία και την Αφρική.
«Η ζέστη σε φέρνει σε μια νέα, πρωτόγνωρη, σχεδόν μεταβατική κατάσταση. Γίνεσαι πιο νωθρός, αργός. Αισθάνεσαι ότι περπατάς στη σαβάνα», μου λέει, ενώ δίπλα μας οι δύο ηθοποιοί ζεσταίνονται πριν το πέρασμα του έργου.
  • Πώς είναι να δουλεύετε με Ελληνες. Βλέπετε να υπάρχει μια κοινή σχολή, ή καθένας έχει τη... δική του;
Με τον Χρήστο Στέργιογλου στις πρόβες του «Κουαρτέτου»
«Αυτό που ανακάλυψα, με μεγάλη ομολογώ χαρά, είναι ότι οι Ελληνες ηθοποιοί είναι ανοιχτοί. Δεν είναι ζήτημα σχολής, παρότι δεν μπορώ να πω κι ότι βλέπω να υπάρχει μια συγκεκριμένη σχολή που τους συνδέει. Και στο "The Man Who", την πρώτη μου συνεργασία με Ελληνες, το κοινό στοιχείο μεταξύ των ηθοποιών ήταν αυτή η ανοιχτοσύνη, η δίψα, η ανάγκη τους να ανακαλύψουν νέους τρόπους. Δεν είναι σύνηθες».
Η παράσταση του Βαρλικόφσκι («Καθαροί πια»), στην οποία συμμετείχατε, προφανώς δεν θα έβγαινε αν δεν ήσασταν όλοι οι ηθοποιοί τελείως ανοιχτοί. Δεν έχω ίσως ξαναδεί πιο ανοικτούς και εκτεθειμένους ηθοποιούς στη σκηνή... [συνεχίζεται]

Hofesh Shechter Company...



Οι Βρετανοί έμειναν εκστατικοί πριν από μερικούς μήνες με τη δουλειά του 33χρονου χορογράφου, ισραηλινής καταγωγής, Χόφες Σέκτερ. Ο «Observer» υποδέχτηκε τη χορογραφία του «In your Rooms», που θα δούμε την Παρασκευή 18 Ιουλίου , με τη φράση: «Είναι η σημαντικότερη σύγχρονη χορογραφία που παρουσιάστηκε σε βρετανικό έδαφος από το Μιλένιουμ». Η ομάδα «Hofesh Shechter Company» και ο δημιουργός της θα χορέψουν.
«Μεγάλωσα βλέποντας τηλεόραση, έζησα τη γέννηση του Ιντερνετ, συνήθισα να ζω μια πολύ γρήγορη εποχή», λέει ο Χόφες Σέκτερ
«Ναι. Ο κόσμος του βρετανικού χορού με ανακάλυψε πρόσφατα», μας λέει νηφάλια ο Χόφες Σέκτερ. «Δεν πιστεύω όμως ότι έγινα ξαφνικά, τον τελευταίο χρόνο, καλός χορογράφος. Συνεχίζω να κάνω τη δουλειά μου όπως εδώ και αρκετά χρόνια. Μια καλή κριτική με χαροποιεί, για λίγο, αλλά δεν με κάνει καλύτερο χορογράφο».
  • Ηταν εύκολο να φτάσετε από το Ισραήλ στη Βρετανία και να αναγνωριστεί η δουλειά σας;
«Αντιμετώπισα πάρα πολλές δυσκολίες. Το Λονδίνο είναι μια πόλη τόσο μεγάλη και ακριβή που μπορεί να σε συντρίψει και να χαθείς εντελώς αν είσαι ξένος. Νομίζω ότι αρχικά αυτό συνέβη και σε μένα. Κανείς δεν σε περιμένει να φτάσεις στο Λονδίνο».
  • Τελικά, μάλλον, σας περίμεναν.
Από τη χορογραφία «In your Rooms» του Σέκτερ, που του άνοιξε δρόμο για διεθνή καριέρα
«Χρειάστηκε πολύ σκληρή δουλειά και δεκάδες άσχημες στιγμές για να καταφέρω κάποια πράγματα. Κάτι παρόμοιο θα συνέβαινε αν έμενα και στο Ισραήλ- θα είχα και άσχημες και δυνατές στιγμές. Η διαφορά είναι ότι στο Λονδίνο οι δυνατότητες που ανοίγονται για την τέχνη σου είναι εκπληκτικές και άπειρες».
Στο «In Your Rooms» κύματα έντεκα χορευτών εμφανίζονται από το σκοτάδι στο φως για να συνθέσουν μια απόκοσμη χορογραφία όπου η ανατροπή, ο θυμός, η οδύνη κυριαρχούν με τόση ένταση και ταχύτητα στη σκηνή που δύσκολα οι θεατές μπορούν να παραμείνουν απαθείς ή αδιάφοροι. Πρόκειται για την καταιγιστική εναλλαγή εικόνων και μουσικής σε μια παράσταση που δεν φοβάται να καταδυθεί στο ασυνείδητο και να πλησιάσει την αλλόκοτη λογική ενός ονείρου.
Στο «Uprising» ο Σέκτερ επιλέγει εφτά χορευτές για να μεταφέρει μια άγρια πτυχή του αντρικού κόσμου, μετατρέποντας τη σκηνή σε αρένα ή σε μάζωξη χουλιγκάνων σε ποδοσφαιρικό αγώνα. «Η ιδέα είναι απλή, αλλά η χορογραφία αρκετά σύνθετη», λέει ο χορογράφος. «Επικεντρώνεται στην ενέργεια των εφτά αντρών, στον τρόπο που έρχονται κοντά ο ένας στον άλλον ή απομακρύνονται. Το σάουντρακ του κομματιού είναι επίσης αρκετά σκληρό. Χορογραφικά με ενδιέφερε να διερευνήσω τη συμπεριφορά των ανθρώπων που βρίσκονται τυχαία σε ένα χώρο και έλκονται, απωθούνται ή αντιδρούν με συγκεκριμένους ή τυχαίους τρόπους. Σταδιακά διακρίνεις ότι σε αυτή τη χαοτική κατάσταση, όπου η παιγνιώδης διάθεση εναλλάσσεται με θυμό και οργή, αποκαλύπτονται διαφορετικά επίπεδα, χρώματα και οπτικές γωνίες της αρχικής σύλληψης».
  • Ποιες καταστάσεις κινητοποιούν τη δημιουργικότητά σας;
«Ο εαυτός μου, το περιβάλλον μου, οι προσπάθειες που κάνω να συνδεθώ ή να αποσυνδεθώ από τους ανθρώπους, οι στιγμές που αισθανόμαστε αβοήθητοι, αδύναμοι ή δυνατοί, ένα έντονο αίσθημα συνύπαρξης ή μοναξιάς».
  • Η επικοινωνία, με μια ευρύτερη διάσταση, δείχνει να σας απασχολεί.
«Ολος ο σύγχρονος κόσμος βάλλεται από την ευθραυστότητα της επικοινωνίας. Αν είμαστε ανίκανοι να επικοινωνήσουμε, χάνουμε τη δύναμη της κοινωνικής και πολιτιστικής μας υπόστασης. Το πιο σαγηνευτικό στοιχείο της ανθρώπινης κατάστασης, άλλωστε, είναι η ικανότητά μας να επικοινωνούμε και να κάνουμε πράγματα μαζί».
  • Ποιες είναι οι ισχυρότερες επιρροές του έργου σας;
«Πρώτα απ' όλα η τέχνη του χορού. Αλλά και ο τρόπος που ο κινηματογράφος και ο κόσμος της εικόνας προσεγγίζουν την πραγματικότητα. Μεγάλωσα βλέποντας τηλεόραση, έζησα τη γέννηση του Ιντερνετ, συνήθισα να ζω σε μια πολύ γρήγορη εποχή. Αγαπώ τις γρήγορες ταχύτητες και νιώθω διαρκώς ότι βρίσκομαι σ' έναν αγώνα δρόμου, σε μια προκλητική κούρσα με τον εαυτό μου».
[Ελευθεροτυπία / 2, 12/07/2008]

«ΜΗ ΜΕ ΛΕΣ ΦΩΦΩ» ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΗ ΑΛΕΞΑΚΗ


* «Μη με λες Φωφώ» του Βασίλη Αλεξάκη ΔΗΠΕΘΕ Ρόδου - Φεστιβάλ Αθηνών

Του ΓΡΗΓΟΡΗ ΙΩΑΝΝΙΔΗ, Ελευθεροτυπία / 2, 12/07/2008

Χρήστος Βαλαβανίδης, Αλέξανδρος Μυλωνάς, Αντιγόνη Αμανίτου στην παράσταση που σκηνοθέτησε ο Γιώργος Οικονόμου
Σαν μυθολογική παραβολή και σάτιρα το «Μη με λες Φωφώ» του Βασίλη Αλεξάκη από το ΔΗΠΕΘΕ Ρόδου στηρίζεται σε μια γκροτέσκ σύμβαση. Αποκλεισμένες για χιλιάδες χρόνια σε κάποια βραχονησίδα, παγιδευμένες σε ένα κλειστό και ολοένα επαναλαμβανόμενο σύμπαν, η Φαίδρα του «Ιππόλυτου» και η τροφός της, Οινώνη, περιμένουν υπομονετικά την ολοκλήρωση του μύθου τους ή, έστω, την οριστική λησμονιά του. Καθώς όμως ο πολιτισμός μας επιμένει να θυμάται και να επαναλαμβάνει την ιστορία τους σαν φάρσα, αυτές παραμένουν εγκλωβισμένες σε μια νησίδα παρελθόντος καταμεσής της θάλασσας του παρόντος. Είναι ακινητοποιημένες αλλά καθόλου μνημειακές, νεκραναστημένες αλλά όχι βρικολακιασμένες. Το αίμα ρέει στις φλέβες τους, μαζί με την αίσθηση του πόθου και της μελαγχολίας των ζώντων. Σαν τέτοιες ζωντανές υπάρξεις βασανίζονται ακόμα από ταπεινά πάθη, μικροπρέπειες και μωροφιλοδοξίες.
Αυτό το σύμπαν αποκλεισμού και αναμονής, όπου μόνο η έλευση ενός τέρατος μπορεί να προκαλέσει κάποιο ενδιαφέρον, αφήνει ωστόσο μια οπή για να εισέλθει απρόσκλητη μια καρικατούρα των ελπίδων μας. Ο Ελληνοαμερικανάρας, με τον Καζαντζίδη στο κασετόφωνο και τα κεφτεδάκια της μαμάς στο ταπεράκι, καταφθάνει στο νησί με το φουσκωτό του, άσχετος, ακαλλιέργητος και αμέτοχος. Τα κατορθώματά του στην Αμερική παραπέμπουν στον Θησέα, απέχουν όμως πολύ από το να χαρακτηριστούν μυθικά. Πρόκειται μάλλον για απόγονο του Οδυσσέα, καπάτσο και μόρτη, που κατορθώνει το αδύνατο χωρίς να γνωρίζει το πώς και το γιατί. Δεν υπάρχει λόγος να φύγουν μαζί του οι δυο γυναίκες: η σωτηρία τους δεν θα είναι λύτρωση αλλά παραδοχή της ήττας. Το σύμπαν θα κάνει πάλι τον κύκλο του και θα ξαναβρεθούν στο ίδιο νησί με τα ίδια κουρέλια, τα ίδια ψέματα και το ίδιο μαρτύριο της ελπίδας.
Ο Βασίλης Αλεξάκης περνά για μία ακόμη φορά από τον πεζό στον θεατρικό λόγο, διατηρώντας κεντρικά μοτίβα της γραφής του. Το πολιτιστικό και ιστορικό χάσμα ανάμεσα στο μυθικό και το αληθινό πρόσωπο της Ελλάδας υπάρχει και εδώ και το υπερκερνούν -όχι η γνώση μα- η άγνοια και το θράσος. Το νησί στο οποίο η Φαίδρα και η Οινώνη ξημεροβραδιάζονται παραπέμπει στα αρχαία θέατρα, εκεί όπου κάθε καλοκαίρι καταφθάνουν με τα φουσκωτά τους οι ομοιογενοποιημένοι τουρίστες για να εκτελέσουν την πολιτιστική τους ανάγκη στα ιερά χώματα.
Είναι περιττό να πούμε ότι το έργο θυμίζει Μπέκετ και Ιονέσκο. Αυτός ο τρόπος γραφής όμως είναι πια ολότελα παρωχημένος για το διεθνές και το ελληνικό θέατρο. Οι ιδέες της απομόνωσης και έκπτωσης των συμβόλων, ακόμα και το έξυπνα ενταγμένο μεταθεατρικό στοιχείο ακούγονται σαν επαναλήψεις παλιών, καλών στιγμών της μεταπολιτευτικής δραματουργίας μας. Λογικό είναι να αδυνατεί η σκηνοθεσία του Γιώργου Οικονόμου να προκαλέσει ενδιαφέρον με κάτι τόσο αποδυναμωμένο από την επανάληψη. Ο Βαλαβανίδης βάζει την μπουφόνικη τέχνη του στον ρόλο της Οινώνης, η Φαίδρα όμως της Αντιγόνης Αμανίτου είναι πολύ αδύναμη υποκριτικά. Ο ρόλος του Ελληνοαμερικανού Ρασταπόπουλου είναι κομμένος ακριβώς στα μέτρα του Αλέξανδρου Μυλωνά. Πολύ καλό το σκηνικό του Κώστα Βελινόπουλου και η μουσική του Νίκου Πορτοκάλογλου. *

HAMLET από το WOOSTER GROUP στην Πειραιώς 260


Της ΣΩΤΗΡΙΑΣ ΜΑΤΖΙΡΗ, Ελευθεροτυπία / 2, 12/07/2008

Από την παράσταση του «Αμλετ», όπως την παρουσίασε η νεοϋορκέζικη ομάδα «Wooster Group»
Τριάντα χρόνια τώρα, η περίφημη νεοϋορκέζικη ομάδα αποσυναρμολογεί θεατρικά κείμενα και χλευάζει καθιερωμένα αισθητικά δόγματα με απαράμιλλη ανθεκτικότητα. Στην Πειραιώς φέτος ξαναείδαμε τη μασίφ τεχνολογική θεατρική μηχανή του μακροβιότερου πειραματικού θεάτρου στον κόσμο, για πρώτη φορά σε ένα έργο του Σέξπιρ.
Ατελείωτα μέτρα καλωδίων, μικρόφωνα, κρυφές κάμερες, οθόνες και μόνιτορ, τηλεχειριστήρια, μεταλλικές κατασκευές και παραβάν από πλεξιγκλάς, συνθέτουν το προσφιλές χάι-τεκ μιλιέ των WOOSTER «επανδρώνοντάς» το με ηλεκτρονικές ομιλίες, περίπλοκους ψηφιακούς ήχους, μουσική στη διαπασών και την πρόκληση ενός αγώνα δρόμου διαφορετικών εποχών, ζωντανού και κινηματογραφημένου θεάτρου, πρωτοποριακού και κλασικού, ιαμβικού πεντάμετρου και ηλεκτρονικής γλώσσας του 21ου αιώνα. Ελίζαμπεθ Λεκόντ, μόνιμη σκηνοθέτις της ομάδας - «με την τεχνολογία αποκλείεται να φύγει κανείς ανικανοποίητος».
Κανείς δεν πρόκειται να ανακαλύψει τον απόλυτο «Αμλετ», επομένως η παιγνιώδης από- και ανασύνθεση του παζλ συνιστά μια «τρέλα» στα μέτρα ενός θρυμματισμένου, σύγχρονου κοινού μειωμένης υπομονής με παραστάσεις λόγου, αλλά ανεκτικότερο με την εικονοποιία, την περφόρμανς, τα πολυμέσα. Βέβαια και η αβανγκάρντ γερνάει, αφού προηγουμένως το 'χει παρακάνει, αφήνοντας ανοιχτά οδυνηρά ερωτήματα, όπως «τι θα μείνει από το θέατρο στο μέλλον;», «τι σημαίνει ακόμη η ζωντανή παρουσία στο θέατρο;» Λεκόντ: «Δεν είμαι διανοούμενη, δεν θέλω να σημαίνω τίποτε, προσπαθώ απλά να περνάω καλά».
Κρίνοντας από το εκστατικό σοφιστικέ καραόκε, λέξη - λέξη, με μπούσουλα τη θρυλική Μπρόντγουεϊ παράσταση του 1964, σε σκηνοθεσία Τζον Γκίλγουντ (Αμλετ του 1936), με έναν υπεροπτικό και εκρηκτικά αρρενωπό Ρίτσαρντ Μπάρτον - Αμλετ, οι 13 ηθοποιοί φαίνοναι να διασκεδάζουν φοβερά παίζοντας τις ρεπλίκες σε πομπώδεις ηχογραφημένους και ζωντανούς ελισαβετιανούς διαλόγους, που αντηχούν διπλοί και τριπλοί σαν ραδιοσταθμός με παράσιτα.
Ο Σκοτ Σέπαρντ στον ρόλο του μελαγχολικού Δανού πρίγκιπα, είναι ένας ακατάβλητος, κοκκινότριχος ήρωας, που κυνηγά με μανία και θαυμαστή ακρίβεια τις χειρονομίες και τον ρυθμό της εικόνας στη μεγάλη κεντρική οθόνη. Στο γρήγορο, στο φλου ή στο ρελαντί, είναι εντυπωσιακή η σχολαστική προσπάθεια όλων να συντονιστούν με την ταχύτητα των μαυρόασπρων πλάνων, θυμίζοντας σε στιγμές μαριονέτες, όπως τινάζονται σπασμωδικά δεξιά-αριστερά.
Δύσκολα πράματα, δεδομένου ότι πολλοί και κυρίως ο Μπάρτον φαντάζουν σαν οφθαλμαπάτη, έτσι όπως εμφανίζονται και εξαφανίζονται μέσα στο αχνό ακουστικό φόντο -σαν κυριολεκτική μεταφορά της ευχής του Αμλετ «αυτή η στέρεη σάρκα, ας έλιωνε, επιτέλους!».
Τη χιουμοριστική διάθεση, στα χνάρια σλάπστικ α λα Μαρξ Μπράδερς, ολοκληρώνουν οι Ρόζενκραντς και Γκίλντενστερν, δύο γελοία ανθρωπάκια σε πλισέ φούστες και, φυσικά, η τρομερή σκιά Νοσφεράτου του νεκρού Βασιλιά.
Ο ζωντανός θίασος είναι απλώς το κέλυφος των κινηματογραφημένων ρόλων, χωρίς ελευθερίες ξεστρατίσματος σε πιο προσωπικές ερμηνευτικές αποχρώσεις. Πλην ορισμένων, που υποδύονται περισσότερα πρόσωπα και έχουν περιθώρια για πιο συγκινημένες καταστάσεις, όπως ο Αρις Φλιακος - Κλαύδιος και η αστραφτερή βετεράνος της ομάδας Κέιτ Βαλκ - Γερτρούδη - Οφηλία. Τότε το γνώριμο κείμενο φαντάζει σαν καινούργιο. Τον υπόλοιπο χρόνο, όταν μπλοκάρει η κακόηχη και θαμπή κόπια, οι ηθοποιοί ασχολούνται με το κινητό τους, ξεφυλλίζουν περιοδικά ή χαζεύουν αποσπάσματα από άλλους «Αμλετ»...
Η παράσταση δυναμιτίζει μια ισχυρή περιέργεια για τον «Αμλετ» του '64 και, σε στιγμές, μια ερεθιστική διανοητική ευχαρίστηση. Ωστόσο, σταδιακά επέρχεται η ακατανίκητη νάρκωση, οπότε φράσεις όπως «Times are out of joint» και «more matter than art», είτε μας προσπερνούν σαν παρεμπιπτόντως, είτε δένουν με την αίσθηση της βραδιάς.*

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΜΕ ΤΟΝ ΣΠΥΡΟ ΕΥΑΓΓΕΛΑΤΟ

Σπύρος Ευαγγελάτος

Συνέντευξη στον ΓΙΩΡΓΟ ΒΙΔΑΛΗ, Ελευθεροτυπία / 2, 12/07/2008

Με τις «Φοίνισσες» του Ευριπίδη, που τις θεωρεί «μια πινακοθήκη όλων των χαρακτήρων του Θηβαϊκού Κύκλου», ο σκηνοθέτης Σπύρος Ευαγγελάτος και το Αμφι-θέατρό του δίνουν το παρών στην Επίδαυρο στις 25 και 26 Ιουλίου σε μετάφραση Κ. Χ. Μύρη.
Στην παράσταση αυτή πρωταγωνιστούν οι Αντιγόνη Βαλάκου (Ιοκάστη), Πέτρος Φυσσούν (Οιδίπους), Στέφανος Κυριακίδης (Κρέων), Κώστας Αθανασόπουλος (Τειρεσίας), Σπύρος Μαβίδης (Παιδαγωγός), Τζίνη Παπαδοπούλου (Αντιγόνη), Θανάσης Κουρλαμπάς (Ετεοκλής), Δημήτρης Παπανικολάου (Αγγελιοφόρος), Νικόλας Παπαγιάννης (Πολυνείκης), Κωνσταντίνος Φάμης (Μενοικέας).
  • Ποιο είναι το κυρίαρχο θέμα στις «Φοίνισσες» του Ευριπίδη;
«Το έργο, γραμμένο γύρω στο 409 π.Χ., μετά την αθηναϊκή συντριβή στη Σικελία, αποτελεί μία ακόμη κραυγή διαμαρτυρίας του Ευριπίδη κατά του πολέμου και ιδιαίτερα κατά της απεχθέστερης μορφής του, του εμφυλίου πολέμου. Οι "Φοίνισσες" είναι μια πινακοθήκη όλων των χαρακτήρων του Θηβαϊκού Κύκλου (Ιοκάστη, Οιδίπους, Αντιγόνη, Κρέων, Τειρεσίας, Ετεοκλής, Πολυνείκης κ.λπ.). Η φιλοδοξία και η πλεονεξία του Ετεοκλή και του Πολυνείκη αποτελούν μοχλό και έναυσμα για τον εμφύλιο πόλεμο».

Η αλαζονεία επισύρει την άνωθεν τιμωρία


Ενας σταθμός μπορεί να συμβολίζει την αναχώρηση αγαπημένων προσώπων αλλά και την άφιξη ιταμών εισβολέων. Σε πρώτο πλάνο, η Αντιγόνη Βαλάκου (Ιοκάστη)
  • Η κατάρα των Λαβδακιδών οφείλεται στο πεπρωμένο, στην τύχη, στη σύγκρουση με τους θεούς;
«Το πεπρωμένο και η τύχη πολλές φορές συμπλέκονται στον Ευριπίδη (κι όχι μόνο σ' αυτόν). Τους θεούς συχνά τους ειρωνεύεται ή έμμεσα τους σχολιάζει όπως στις "Φοίνισσες". Η κατάρα των Λαβδακιδών κατάγεται από την "ύβρη" κάποιων θνητών που πρόσβαλαν τις άγνωστες, υπερφυσικές δυνάμεις. Η αλαζονεία και η μη αναγνώριση υπέρτατων δυνάμεων είναι κατά τον Ευριπίδη ενέργειες που επισύρουν την άνωθεν τιμωρία. Ωστόσο, για το κύρος των "ηθικών" αρχών που προβάλλουν αυτές οι ανώτατες δυνάμεις ο Ευριπίδης συχνά εκφράζει αμφιβολίες».
  • Ο Μενοικέας, αποδεχόμενος τον χρησμό, θυσιάζεται για να σωθεί η Θήβα. Η αίσθηση του καθκοντος του πολίτη απέναντι στην πόλη με αποκορύφωμα την αυτοθυσία απέχει μακράν από το σήμερα;
«Υπάρχουν στιγμές στην πορεία των λαών που αναδύονται παρόμοιες εκρηκτικές τάσεις, π.χ. για τη σύγχρονη Ελλάδα το Αλβανικό Επος και η Εθνική Αντίσταση».
  • Η σκηνοθετική σας ματιά πού έδωσε μεγαλύτερη βαρύτητα; Τι θέλησε να φωτίσει;
«Τη διαχρονικότητα του ευριπιδικού αντιπολεμικού μηνύματος, το οποίο δυστυχώς είναι και σήμερα σπαρταριστά επίκαιρο. Χωρίς αλλοίωση του κειμένου, τοποθετήθηκε ο τόπος δράσης σ' ένα χώρο "απειλητικό" και οι ρόλοι ντύθηκαν με σύγχρονα κοστούμια. Ο χώρος αυτός μοιάζει σαν ένας εγκαταλειμμένος σιδηροδρομικός σταθμός σ' έναν τόπο κάπως απόμερο. Ενας σταθμός μπορεί να συμβολίζει την αναχώρηση για το μέτωπο αγαπημένων προσώπων, αλλά και την άφιξη ιταμών εισβολέων. Ομως εκτός από το αντιπολεμικό μήνυμα, οι "Φοίνισσες" προβάλλουν ρητά τη δυνατότητα του Ευριπίδη να συνθέτει εκπληκτικούς χαρακτήρες, που εναλλάσσονται με υπέροχες λυρικές εξάρσεις του Χορού, με συναρπαστική δράση και μ' έναν "υποβρύχιο" σαρκασμό».
  • Ο Χορός των «Φοινισσών» έχει κάποια ιδιαιτερότητα;
«Ο Χορός αποτελείται από γυναίκες της Φοινίκης που έχουν φτάσει στη Θήβα για να προωθηθούν στους Δελφούς, όπου θα διακονεύουν στον ναό του Απόλλωνα. Παρ' όλους τους παλαιούς δεσμούς Φοινίκης και Θηβών, δίνουν την αίσθηση ότι είναι κάποιες μετανάστριες που εγκλωβίστηκαν στη Θήβα λόγω του πολέμου».
  • Η πλούσια σκηνοθετική ενασχόλησή σας με το αρχαίο δράμα (όλος ο Αισχύλος, 5 από τα 7 έργα του Σοφοκλή, 14 του Ευριπίδη, 7 έργα του Αριστοφάνη) τι σας έχει προσφέρει;
«Τη μεγάλη χαρά να υπηρετώ τα συναρπαστικά αυτά κείμενα, προσπαθώντας να μεταδώσω στον σύγχρονο θεατή, κατά το δυνατόν, το μεγαλύτερο ποσοστό των νοημάτων που περιέχουν. Με μια αισθητική που θεωρώ σύγχρονη, η οποία εναλλάσσεται όχι μόνο σε σχέση με κάθε συγγραφέα μα και με κάθε έργο που διαθέτει τη δική του προσωπικότητα. Για παράδειγμα, εντελώς διαφορετική είναι η αισθητική και ο προβληματισμός των "Βακχών" του Ευριπίδη από την "Ελένη" του ίδιου ποιητή».

Τίποτα δεν απαγορεύεται στην τέχνη
  • Για το σκηνοθετικό ανέβασμα του αρχαίου δράματος στις μέρες μας ακούγονται χαρακτηρισμοί όπως «συντηρητικό»,«ακαδημαϊκό», «πρωτοποριακό», «μοντέρνο», «μεταμοντέρνο». Ενίοτε παρατηρείται και μια... κοπτική-ραπτική με την οποία αλλάζει το τέλος ενός έργου ή προστίθενται κάποια αποσπάσματα άλλων συγγραφέων. Ποια είναι η άποψή σας επ' αυτού;
«Τίποτα δεν απαγορεύεται στην τέχνη. Τα πάντα είναι θέμα καλού ή κακού γούστου, γνώσης ή άγνοιας».
  • Στο αρχαίο θέατρο της Επιδαύρου τα τελευταία δύο χρόνια υπάρχει ένα άνοιγμα με νεωτερισμούς-πειραματισμούς. Αυτό το καλοκαίρι έχουμε από Μπέκετ, Οιδίποδα «πειραγμένο» εις διπλούν έως το μπαλέτο της Εθνικής Οπερας του Παρισιού. Ταιριάζει στην Επίδαυρο ή χρειάζεται ένας ιδιαίτερος χώρος για ανάλογους πειραματισμούς;
«Δεν είναι μόνο τα τελευταία δύο χρόνια. Πολλές φορές, ιδιαίτερα από τα Κρατικά Θέατρα, έχουν παρουσιαστεί "πειραματικές διερευνήσεις". Κάποιες σπάνιες φορές πέτυχαν. Η Επίδαυρος είναι ένας χώρος που το ωραίο το δείχνει ωραιότερο και το άσχημο ασχημότερο».
  • Το Αμφι-θέατρο κλείνει φέτος 33 χρόνια ζωής με 88 νέες παραγωγές και αμέτρητες επαναλήψεις που παρουσιάστηκαν στην Ελλάδα και σε περισσότερα από 30 διεθνή φεστιβάλ των πέντε ηπείρων. Η πορεία και οι στόχοι του παραμένουν ίδιοι;
«Βασικά ναι, και επεκτείνονται προς νεότερες ανιχνεύσεις».

Μου λείπει η Λήδα
  • Πανεπιστημιακός καθηγητής για χρόνια και από το 2005 ακαδημαϊκός. Τι σας έχουν προσφέρει περισσότερο αυτές οι δύο ιδιότητες;
«Το Πανεπιστήμιο, τη χαρά της διδασκαλίας και η Ακαδημία, τη χαρά της γνωριμίας με κάποιες σπουδαίες προσωπικότητες».
  • Εχοντας τόσες πολυσχιδείς δραστηριότητες (σκηνοθέτης σε θέατρα και όπερες, μεταφραστής, καθηγητής, ακαδημαϊκός, ερευνητής, επιστήμονας), νιώθετε ότι έχετε μια γεμάτη ζωή; Υπάρχει κάτι που νιώθετε ότι σας λείπει;
«Η Λήδα Τασοπούλου».
  • Κάτι που σας ενοχλεί από τη σημερινή ελληνική πραγματικότητα;
«Θα μου ήταν ευκολότερο να σας απαντήσω για τα όσα δεν μ' ενοχλούν. Θα ήταν εμφανώς πολύ λιγότερα».

**Στις «Φοίνισσες» τα σκηνικά-κοστούμια είναι του Γιώργου Πάτσα, η μουσική του Θάνου Μικρούτσικου σε διδασκαλία Γιάννη Αναστασόπουλου, οι φωτισμοί του Ανδρέα Σινάνου. Συμμετέχει 13μελής Χορός. *

ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΝΑΞΟΥ: Η ΤΕΧΝΗ ΚΑΙ Η ΤΡΕΛΑ


Ο Κ. Ζαχαράκης σε μια σκηνή από την παράσταση του έργου της Κάριλ Τσέρτσιλ «Η περίπτωση Σρέμπερ»
Η «τέχνη και η τρέλα» είναι το φετινό θέμα του φεστιβάλ Νάξου (19/7-24/8). Το Φεστιβάλ, που θα διοργανωθεί για όγδοη συνεχή χρονιά στον Πύργο Μπαζαίου -μνημείο του 17ου αιώνα-, επιλέγει πρωτότυπα θέματα γύρω από τα οποία στρέφονται οι εκδηλώσεις του.
«Φέτος δίνουν το παρών μερικοί από τους σημαντικότερους εκπροσώπους της σύγχρονης δημιουργίας, που εμπνεύστηκαν από τους ξεχωριστούς εκείνους, τους "περιττούς", που η ζωή ή το έργο τους συνδέθηκε με το δίπτυχο "τέχνη και τρέλα". Ετσι, συνυπάρχουν διαλογικά περιπτώσεις όπως οι Νίτσε, Σρέμπερ, Κλοντέλ, Σούμαν, Νιζίνσκι, Χαλεπάς, μαζί με έργα αυτοδίδακτων, αυθόρμητων οραματιστών, έξω από το κυρίαρχο ρεύμα», λέει ο Στέλιος Κρασανάκης, ψυχίατρος, σκηνοθέτης αλλά και καλλιτεχνικός διευθυντής του φεστιβάλ. [...]
ΘΕΑΤΡΟ

* «La vague de la folie» (Το κύμα της τρέλας), βασισμένο στη ζωή της Καμίλ Κλοντέλ. Η σκηνοθεσία και η δραματουργική επεξεργασία ανήκουν στη Σοφί Λουκασεφσκί. Πρωταγωνιστεί η σπουδαία ηθοποιός Ζανί Γκασταλντί. Σε πρώτη παρουσίαση υπό την αιγίδα της γαλλικής πρεσβείας (28/7).
* «Η περίπτωση Σρέμπερ» της Κάριλ Τσέρτσιλ, σε σκηνοθεσία Στέλιου Κρασανάκη. Εργο βασισμένο στα απομνημονεύματα του προέδρου Σρέμπερ, τα οποία αξιοποίησε ο Φρόιντ στη θεωρία του για την παράνοια. Μια παραγωγή του Φεστιβάλ Νάξου (3-4/8).
* Ο «Ουρανός κατακόκκινος» της Λούλας Αναγνωστάκη με τη Ρένη Πιττακή σε σκηνοθεσία Νίκου Χατζόπουλου, παραγωγή του Φεστιβάλ Αθηνών (12/8).
* «Ιστορίες με Ηχώ» από την ομάδα θεάτρου Playback Ψ. (24/8).

[ΕΛΕΝΑ ΓΑΛΑΝΟΠΟΥΛΟΥ, Ελευθεροτυπία / 2, 12/07/2008]